Το βαρύ πολιτικό κλίμα, που επικρατούσε στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο τού 1964, επιδεινώθηκε από ένα τραγικό γεγονός, που έφερε στην επιφάνεια τα εμφύλια πάθη. Την Κυριακή, στις 29 τού μηνός αυτού, η έκρηξη μιας παλιάς νάρκης, στην περιοχή τής γέφυρας τού Γοργοποτάμου, σκόρπισε τον θάνατο και τον πανικό στο πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί για να τιμήσει την μεγάλη αντιστασιακή ενέργεια τού 1942. Τα περιστατικά που προηγήθηκαν αλλά και επακολούθησαν μετά από την έκρηξη, αν διερευνηθούν ψύχραιμα, θέτουν το γεγονός στις πραγματικές του διαστάσεις και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για σενάρια συνωμοσιολογίας.
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΙΧΑΗΛ ΗΛ. ΝΤΑΣΚΑΓΙΑΝΝΗΣ
Την 1η Νοεμβρίου 1964, η μαχητικότερη κυβερνητική εφημερίδα «Ελευθερία», εξαπέλυσε μια χωρίς προηγούμενο ανοικτή προσωπική επίθεση εναντίον τού πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, με οκτάστηλο κύριο άρθρο. Τον κατηγορούσε ότι «διοικεί δικτατορικώς την Ένωσιν Κέντρου», ότι «κατήργησε την κοινοβουλευτικήν ομάδα… και το υπουργικό συμβούλιο, το οποίον επανήλθε εις τον διακοσμητικόν ρόλον όπου το είχε καταντήσει η αυθαιρεσία τού εκ Σερρών αγροίκου (εννοούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή)». Στην συνέχεια, ο αρθρογράφος μέμφονταν την κυβέρνηση τής Ένωσης Κέντρου (Ε.Κ.) ότι «δεν επραγματοποίησε κράτος δικαίου- ως είχε επαγγελθή ο κ. Παπανδρέου – άλλ’ ούτε καν ένα ευπρεπές κομματικόν κράτος». Και στο αποκορύφωμα της «πολεμικής» επιχειρηματολογίας του, «εκτόξευσε» ένα χαρακτηρισμό που έμεινε παροιμιώδης: «Επέπλευσαν διακεκριμένοι μασκαράδες. Και παραμερίσθηκαν διακεκριμένοι αγωνισταί τής παρατάξεως διότι ήσαν έντιμοι. Η Ένωσις Κέντρου προσπαθεί να επιβάλη καθεστώς φαυλοκρατίας… Κλυδωνίζεται μεταξύ τών ιδεωδών της και τών πειρασμών μιας νέας φαυλοκρατίας».
Οι «διακεκριμένοι μασκαράδες»
Η «Ελευθερία» κατά την περίοδο τού «Ανενδότου», ήταν η πιο πιστή εφημερίδα στον Γ. Παπανδρέου και στην πολιτική του γραμμή. Όπως, επίσης, ήταν, γνωστοί οι δεσμοί τού εκδότη της Παναγιώτη Κόκκα με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που ήταν ο υπουργός Οικονομικών. Ο Κ. Μητσοτάκης, 46 ετών, αν και ήταν από τούς νεότερους πολιτικούς, «μετρούσε» ήδη δυο δεκαετίες στην πολιτική ζωή, είχε πολύχρονη κυβερνητική δραστηριότητα ως υπουργός και φιλοδοξούσε να διαδεχθεί τον Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία τής κεντρώας φιλελεύθερης παράταξης.
Ο χαρακτηρισμός «διακεκριμένοι μασκαράδες» τού άρθρου τής «Ελευθερίας» απευθύνονταν στον αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού Ανδρέα Παπανδρέου, που ήταν γιος τού Γ. Παπανδρέου και βασικός σύμβουλός του. Η εμφάνιση και η πολιτική ανέλιξή του, καθώς και η αμφιλεγόμενη, πλην, όμως, πληθωρική προσωπικότητά του φαίνεται ότι ανησύχησαν όχι μόνο τον Κ. Μητσοτάκη, αλλά και άλλους ηγετικούς παράγοντες τού Κέντρου.
Ήδη, πάντως, από το καλοκαίρι του 1964, ο αντιπολιτευόμενος «δεξιός» Τύπος προέβαινε σε «αποκαλύψεις» για την δράση τού Α. Παπανδρέου κατά την περίοδο τής μεταξικής δικτατορίας, όπως για την συμμετοχή του σε τροτσκιστική ομάδα, αλλά και για την «δήλωσιν μετανοίας» που υπέβαλε. Οι τροφοδότες τών δημοσιευμάτων αυτών ήταν, όπως φαίνεται και παράγοντες τής Ε.Κ.
Από την προσωπική επίθεση εναντίον τού Α. Παπανδρέου κρατούσε αποστάσεις ο αρχηγός τής Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε.) Παναγιώτης Κανελλόπουλος, παρότι ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Καραμανλής ζητούσε με επιστολές του από το Παρίσι «πιο έντονη αντιπολίτευση». Στις επικρίσεις που δεχόταν για την ήπια αντιπολιτευτική του στάση απαντούσε ότι «για το Κυπριακό και τις ένοπλες δυνάμεις αποφεύγει να μιλά συχνά, για να μη βλάψει τη χώρα». Επίσης δικαιολογούσε την χλιαρή αντίδρασή του στον κυβερνητικό θόρυβο για σκάνδαλα, «για να μην μπουν σε περιπέτειες ανακριτικών και εξεταστικών επιτροπών αγαπητοί φίλοι και συνεργάτες», όπως οι Αβέρωφ, Τσάτσος, Δαβάκης, Γερωκοστόπουλος.
Το «σκάνδαλο»
Στις αρχές Νοεμβρίου, η εφημερίδα «Ημέρα» τού Αθανασιάδη, που επρόσκειτο στην Ε.Ρ.Ε., κατηγόρησε τον Α. Παπανδρέου, ότι με την ιδιότητα τού αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, ανέθεσε απευθείας, χωρίς διαγωνισμό, την πολεοδομική μελέτη τού ρυθμιστικού σχεδίου Πατρών στο αρχιτεκτονικό γραφείο τού «στενότερου προσωπικού φίλου του» Γ. Σκιαδαρέση, το οποίο έλαβε ως αμοιβή 1.800.000 δραχμές. Η υπόθεση είχε και συνέχεια, καθώς αποκαλύφθηκε ότι ο αρμόδιος, για την εισήγηση τής ανάθεσης, δημόσιος υπάλληλος ήταν πρώην συνεργάτης τού μηχανικού, που πήρε την μελέτη. Κι ακόμη ότι ο Α. Παπανδρέου είχε διορίσει τον φίλο του μηχανικό στο Κέντρο Οικονομικών Ερευνών, με μισθό 15.000 δραχμές τον μήνα, καθώς και στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, με μισθό 8.000 δραχμές τον μήνα.
Μια άλλη εφημερίδα τής αντιπολίτευσης δημοσίευσε σειρά επιστολών και φωτογραφιών, που φανέρωναν ότι οι σχέσεις τού Α. Παπανδρέου με τον φίλο του μηχανικό ήταν πολύ πιο στενές. Φαίνεται, όμως, ότι η ιστορία με τις αναθέσεις μελετών δεν αφορούσε μόνο την συγκεκριμένη περίπτωση. Άλλα δημοσιεύματα αποκάλυπταν ότι δόθηκαν μελέτες αξίας 27.000.000 δραχμών σε διάφορους ξένους οίκους, με προσωπική απόφαση τού αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, αν και όπως ανέφεραν, υπήρχαν ήδη έτοιμες ελληνικές μελέτες για τα ίδια έργα. Οι αποκαλύψεις για την υπόθεση έπαιρναν την μορφή χιονοστιβάδας και κάθε νέο στοιχείο, έστω και αν ήταν ασήμαντο ή εσφαλμένο, την περιέπλεκε ακόμα περισσότερο και ανέδυε τουλάχιστον μια οσμή σκανδάλου.
Η ατμόσφαιρα γινόταν βαριά για τον Α. Παπανδρέου, ο οποίος προτίμησε να παραιτηθεί από την κυβέρνηση, την 16η Νοεμβρίου 1964, καθώς, όπως ο ίδιος αναφέρει, αφού «…η άμεσος συμμετοχή μου εις την κυβέρνησιν εξελήφθη ως πρόκληση… όφειλα να αφαιρέσω τον προσωπικόν στόχον τών αντιπάλων τής κυβέρνησης…».
Ο Γ. Παπανδρέου είχε αντιληφθεί ότι η επίθεση εναντίον τού Ανδρέα εκπορεύονταν και μέσα από τις τάξεις τής Ε.Κ., αν και ορισμένοι υπουργοί τής κυβέρνησής του, τότε, μαρτυρούν ότι και ο ίδιος ήταν δυσαρεστημένος από την έλλειψη πείρας και διοικητικών προσόντων που έδειχνε ο γιός του στο Υπουργείο Συντονισμού. Μάλιστα, ένας από αυτούς αφηγείται ότι, στα εγκαίνια τής Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων, ο πρωθυπουργός τού μίλησε με οργή για την διοικητική «ανεπάρκεια» τού Ανδρέα στο Υπουργείο Συντονισμού και ότι κατάλαβε πως ήθελε να τον απομακρύνει.
Όταν ο Α. Παπανδρέου παρουσιάστηκε στην Βουλή για να εξηγήσει τούς λόγους τής παραίτησής του, όπως ομολογεί, «κανείς δεν μου επιτέθηκε». Μόνον ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος τής Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (Ε.Δ.Α.) Ηλίας Ηλιού απέδωσε την παραίτησή του σε αμερικανικές πιέσεις εξαιτίας τών θέσεών του για το Κυπριακό ζήτημα. O Α. Παπανδρέου παραδέχθηκε ότι ουδέποτε ασκήθηκαν τέτοιες πιέσεις, αν και άφηνε, εντέχνως, να εννοηθεί ότι οι εναντίον του συκοφαντίες κατευθύνονταν από την CIA.
Σε κάθε περίπτωση, ο Α. Παπανδρέου «εκμεταλλεύτηκε» την παραίτησή του και σε συνδυασμό με την επίσκεψη που πραγματοποίησε τις επόμενες ημέρες στην Κύπρο, ύστερα από επίσημη πρόσκληση τής κυβέρνησης, άδραξε την ευκαιρία για να «κτίσει» την μετέπειτα πολιτική του σταδιοδρομία. Δεν αμφισβητούσε την τοποθέτηση τής Ελλάδας στο δυτικό «στρατόπεδο», αλλά πλειοδοτούσε σε ανέξοδες μεγαλοστομίες για εθνική ανεξαρτησία και για τερματισμό τής «υποτέλειας» και τών επεμβάσεων τών «ξένων» στα εσωτερικά τής χώρας. Στόχος τού φιλόδοξου αυτού πολιτικού ήταν να γίνει ο πόλος συσπείρωσης τής μη κομμουνιστικής Αριστεράς και τού Κέντρου.
Όπως ήταν φυσικό, ο ξαφνικός αυτός «εισβολέας» ανατάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα τής ελληνικής πολιτικής ζωής. Η μερίδα τής «φοβικής» Δεξιάς τον κατηγορούσε για φιλοκομμουνιστή. Οι κομμουνιστές τον θεωρούσαν ως «βαλτό» ή για «αντικειμενικά προβοκάτορα», που «σε τελευταία ανάλυση» εξυπηρετούσε «τα συμφέροντα τών Αμερικανών» και τα «σχέδιά» τους για «συρρίκνωση» τής επιρροής τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.). Και οι δυο πλευρές «συνέβαλαν», εκούσια ή ακούσια, στην εδραίωση τής παρουσίας του στην πολιτική σκηνή τής Ελλάδας και εν τέλει ο Α. Παπανδρέου με την «αριστοτεχνική» πρόσκαιρη απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση, κατάφερε να «κτίσει» το νεφελώδες «αριστερο-πατριωτικό» και χωρίς αμφιβολία λαϊκίστικο, ιδεολογικό στίγμα του.
Την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο άνθρωπος, τον οποίο άλλοι φοβούνταν, άλλοι μισούσαν και άλλοι θεωρούσαν ως «μεσσία», δεν ανήκε πλέον στην κυβέρνηση. Ωστόσο, για αρκετές ημέρες η παραίτηση τού Α. Παπανδρέου και τα εσωκομματικά τής Ε.Κ. επισκιάστηκαν από μια απροσδόκητη τραγωδία, η οποία κάλυψε κάθε άλλη επικαιρότητα.
Τα αιτήματα της ΕΔΑ
Μετά από την μεγάλη εκλογική νίκη τής Ε.Κ., με ποσοστό 52,8%, στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964 και τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης, η Αριστερά ασκούσε πιέσεις για την άμεση ικανοποίηση τών αιτημάτων της, που αφορούσαν στην αναγνώριση τής ΕΑΜικής αντίστασης, στην νομιμοποίηση τού ΚΚΕ, στην κατάργηση όλων τών έκτακτων μέτρων και στον ομαδικό επαναπατρισμό τών πολιτικών προσφύγων.
Ο Γ. Παπανδρέου γνώριζε ότι ένα αρκετά σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων της Ε.Κ., που συνέβαλε στην κατάκτηση τής κυβερνητικής αυτοδυναμίας της, προέρχονταν από την Ε.Δ.Α., το ποσοστό τής οποίας (11,80%) μειώθηκε ακόμα περισσότερο σε σύγκριση με εκείνο τών εκλογών τής 3ης Νοεμβρίου 1963 (14,35%). Κατά τον Σόλωνα Γρηγοριάδη «οι Αριστεροί ακολούθησαν τον Γ. Παπανδρέου» γιατί ήξεραν «πως εκείνος θα μπορούσε να εκπορθήσει το μονοπωλιακό κράτος τής Δεξιάς, όπως έβλεπαν οι ίδιοι την διακυβέρνηση τής Ελλάδας από τον Παπάγο και τον Καραμανλή».
Από την πλευρά του, ο Γ. Παπανδρέου προέβη στην λήψη μέτρων επιείκειας για να «εξευμενίσει» τούς Αριστερούς που ψήφισαν την παράταξη τής Ε.Κ. Απελευθέρωσε 420 καταδίκους, στελέχη τού Κ.Κ.Ε. και λίγες ημέρες αργότερα αποφυλακίστηκε ο εκτελεστής τής εγκληματικής κομμουνιστικής «Οργάνωσης Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών» (Ο.Π.Λ.Α.) Ευστράτιος Μουτσογιάννης, ο οποίος στις 27 Απριλίου 1948 δολοφόνησε τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Χρήστο Λαδά. Ταυτόχρονα έδωσε εντολές στις αρμόδιες υπηρεσίες να ικανοποιούν με σχετική ευκολία τις αιτήσεις επαναπατρισμού τών λεγόμενων «φυγάδων τού Παραπετάσματος». Το παράδοξο είναι ότι πριν από 12 χρόνια ήταν εκείνος που κάθε τόσο απέτρεπε τις προσπάθειες τού Πλαστήρα για την επιβολή μέτρων επιείκειας και ματαίωνε, πολλές φορές, την απελευθέρωση καταδίκων από τις φυλακές και την Μακρόνησο.
Στις 17 Μαΐου, έναν ακριβώς χρόνο μετά από την δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, πραγματοποιήθηκε η Β’ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης, την οποία διοργάνωσαν οι συνεργαζόμενες με την Ε.Δ.Α. φιλειρηνικές οργανώσεις, με την συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών. Η επιτυχία της προκάλεσε, κατά τον Π. Κανελλόπουλο, «το δέος και τα φοβερότερα προαισθήματα εις την ψυχήν παντός γνησίου Έλληνος».
Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Δ.Α. δεν ήταν μια αμελητέα εκλογική δύναμη. Στις δημοτικές εκλογές τής 5ης Ιουλίου 1964 αύξησε τα ποσοστά της, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν σχεδόν διπλάσια από τα αντίστοιχα τών βουλευτικών εκλογών. Η διευρυμένη απήχησή της ενεργοποίησε τα «αντικομουνιστικά» αντανακλαστικά στελεχών τής συντηρητικής παράταξης και τροφοδότησε απόψεις περί «κομμουνιστικού κινδύνου», με έμμεσες μάλιστα αναφορές στα Δεκεμβριανά. Ο Π. Παπαληγούρας, σε επιστολή του προς τον Κ. Καραμανλή, τον Οκτώβριο, σημείωνε ότι «σιγά σιγά ετοιμάζεται ο κομμουνισμός» και έκανε λόγο «για ένα ενδεχόμενο λαϊκών εξεγέρσεων στην περικυκλωμένη από τούς συνοικισμούς Αθήνα». Αλλά και ο Γ. Ράλλης έγραφε για το ίδιο θέμα στον Κ. Καραμανλή: «Μαύρα προαισθήματα με κατέχουν και, αν και εκ φύσεως δεν είμαι απαισιόδοξος, το κλίμα μού ενθυμίζει ολίγον ’44, ολίγον ‘47».
Οι «ενωτικές» εκδηλώσεις
Ο Γ. Παπανδρέου προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες. Για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες ότι «παραδίδει την χώραν εις τον κομμουνισμόν» απαγόρευσε συγκέντρωση, που είχε προγραμματίσει η Ε.Δ.Α. στο θέατρο «Κεντρικόν» για την 23η επέτειο από την ίδρυση τού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ.). Δεν περιορίστηκε, όμως, σε αυτό, αλλά με μακροσκελή δήλωσή του στις εφημερίδες, την 27η Σεπτεμβρίου, κατηγόρησε την Αριστερά ότι, ενώ μετά «την συντριβήν της εις τον Συμμοριτοπόλεμον» διακήρυσσε την λήθη, στην οποία, σιγά σιγά, ανταποκρίθηκε ολόκληρο το έθνος, αιφνιδιαστικά μεταβάλλει πολιτική και «επιστρατεύει την μνήμην».
Ακόμη, κατήγγειλε ότι οι κινητοποιήσεις που υποκινούσε η Αριστερά αποτελούσαν «πρόκλησιν προς το έθνος», η οποία «δεν θα γίνη ανεκτή» και διαβεβαίωνε ότι, «με την ιστορικήν αλήθειαν», «δεν θα επιτρέψωμεν την παραχάραξιν τής Ιστορίας προς παραπλάνησιν τής σημερινής νεότητος, η οποία δεν έχει ζήσει τα γεγονότα». Ακολούθως, έκανε αναφορά στην στάση τού Ε.Α.Μ., κατά την διάρκεια τής Κατοχής, για την οποία, με απόλυτο ρεαλισμό, ανέφερε ότι «στην αρχή το Ε.Α.Μ. έκανε μάλλον εθνική αντίσταση, αλλά αργότερα επιδόθηκε στον εμφύλιο πόλεμο με την εξόντωση όλων τών άλλων οργανώσεων». Σημείωνε, επίσης, ότι η ιστορία τού «πρώτου γύρου» είναι «ολίγαι σελίδες Εθνικής Αντιστάσεως, πολλαί σελίδες εθνικού εγκλήματος» και για τον «τραγικόν Δεκέμβριον» και «τον Συμμοριτοπόλεμον» ότι κόστισαν πολύ μεγαλύτερες καταστροφές από την εισβολή τών δυο κατακτητών.
Κατά την άποψη τού Γ. Παπανδρέου η «λήθη» ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση «δια να παγιωθεί ο ομαλός πολιτικός βίος». Προς τούτο, η κυβέρνησή του αναβάθμισε και πρόβαλε την γενικότερη συμβολή τής πολύμορφης Εθνικής Αντίστασης και μετατόπισε το σημείο αναφοράς από την περίοδο τού Εμφυλίου στην περίοδο τής Κατοχής και επομένως στην αντιπαράθεση «αντίστασης» και «συνεργασίας».
Έτσι, στις 30 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι «ο εορτασμός τής ημέρας τής Απελευθερώσεως από τη γερμανική Κατοχή» θα γίνεται κάθε χρόνο, την πρώτη Κυριακή μετά τις 12 Οκτωβρίου, που ήταν η ημερομηνία, κατά την οποία το 1944 έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα. Ο εορτασμός έγινε στις 18 Νοεμβρίου στην Ακρόπολη και συμμετείχε και ο Π. Κανελλόπουλος, παρά τις έντονες αντιδράσεις παραγόντων και εφημερίδων τού κόμματός του, καθώς και ο πρόεδρος της ΕΔΑ Ι. Πασαλίδης. Στόχος της εκδήλωσης ήταν να προβληθεί ο Γ. Παπανδρέου, ως ο «πρωθυπουργός της Απελευθερώσεως» στην μετακατοχική κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Το μήνυμα τού Ι. Πασαλίδη ήταν ενωτικό, ωστόσο τα συνθήματα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ», «Αναγνώριση» τών οπαδών τής Αριστεράς αναζωπύρωναν τον διχασμό και οπωσδήποτε δεν συνέβαλαν στην υπέρβαση τών συνεπειών τών αιματηρών εμφύλιων συγκρούσεων.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση έδωσε συνέχεια στις εκδηλώσεις για την Εθνική Αντίσταση, με τον εορτασμό στα τέλη Νοεμβρίου, με επίσημο και επιβλητικό τρόπο, τής 21ης επετείου από την ανατίναξη τής γέφυρας τού Γοργοποτάμου από Βρετανούς κομάντος, με την συνδρομή δυνάμεων τού Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (Ε.Δ.Ε.Σ.) και τού Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.). Κατά τον Γρηγοριάδη «το καθεστώς Παπανδρέου αποφάσισε να αφήσει μια δικλίδα στον συμπιεζόμενο επί 20 χρόνια βρασμό τών αντιστασιακών» ή πιο απλά να τού δώσει μια διέξοδο για εκτόνωση.
Ο εορτασμός
Η επέτειος για την ανατίναξη τής γέφυρας τού Γοργοποτάμου γιορτάστηκε και το 1962 και το 1963, αλλά δεν πήρε διαστάσεις και πέρασε απαρατήρητη. Στις 29 Νοεμβρίου 1964, ημέρα Κυριακή, η κυβέρνηση θέλησε να δώσει πανηγυρικότερο χρώμα και μεγαλύτερη επισημότητα στον επιτόπιο επετειακό εορτασμό, όπου την εκπροσωπούσε ο υφυπουργός Εθνικής Αμύνης Μιχάλης Παπακωνσταντίνου. Παρίσταντο επίσης ο αντιπρόεδρος τής Βουλής Εμ. Μπακλατζής, ο διοικητής τής Στρατιάς Κεντρικής Ελλάδος, αντιστράτηγος Γουλγουντζής, ο διοικητής τού Στρατηγείου Κεντρικής Ελλάδος, υποστράτηγος Μαράντος, ο νομάρχης Φθιώτιδας και ο δήμαρχος Λαμίας, ο ανώτερος διοικητής Χωροφυλακής Στερεάς και άλλοι εκπρόσωποι στρατιωτικών και πολιτικών Αρχών. Παρευρίσκονταν, ακόμη, προεδρεία οργανώσεων αγωνιστών και θυμάτων τής Κατοχής, ο πρώην βουλευτής της Ε.Δ.Α., απόστρατος στρατηγός Αυγερόπουλος και ο εκπρόσωπος αγωνιστών τού Ε.Δ.Ε.Σ., στρατηγός Κοσίντας.
Η Αριστερά οργάνωσε μεγάλη κινητοποίηση. Με πούλμαν και ιδιωτικά αυτοκίνητα οι οπαδοί της συνέρρεαν στον χώρο τής τελετής. Οι τοπικές αρχές τής Φθιώτιδας δεν πρόβλεψαν την τόσο μεγάλη προσέλευση κόσμου και δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να επικρατήσει κάποια τάξη. Το συγκεντρωμένο πλήθος, που ανέρχονταν σε 20.000 περίπου άτομα, είχε κατακλύσει τον χώρο κάτω από την γέφυρα και τις γύρω πλαγιές. Οι επίσημοι χρειάστηκαν δυο ώρες για να φθάσουν ως το καθορισμένο σημείο, καθώς είχε δημιουργηθεί συμφόρηση.
Η τελετή άρχισε με καθυστέρηση μιάμιση ώρας. Τα οργανωμένα μέλη τής Ε.Δ.Α. και τής κομματικής της νεολαίας «Γρ. Λαμπράκης» προσέδιδαν στην τελετή τον χαρακτήρα διαδήλωσης για την αναγνώριση τής ΕΑΜικής αντίστασης. Η τελετουργία δεν μπορούσε να διεξαχθεί ομαλά, αφού τα συνθήματά τους κάλυπταν την επιμνημόσυνη δέηση, που τελούσε ο ιερέας. Κατόπιν, τα πνεύματα οξύνθηκαν, αφού απαγορεύτηκε στους εκπροσώπους τού Ε.Λ.Α.Σ. και τού Ε.Δ.Ε.Σ. να καταθέσουν στεφάνια.
Όταν ο τελετάρχης ανήγγειλε ότι ο υφυπουργός Εθνικής Αμύνης θα καταθέσει εκ μέρους τής κυβέρνησης στεφάνι, ξέσπασαν αποδοκιμασίες, οι οποίες συνεχίστηκαν και κατά την στιγμή, που κατέθεσε στεφάνι από μέρους τού Στρατού ο αντιστράτηγος Γουλγουντζής. Οι κραυγές πλήθαιναν όταν κατέθεσε στεφάνι ο διοικητής Χωροφυλακής και έγιναν ομαδικά γιουχαΐσματα την στιγμή, που αναγγέλθηκε ότι θα καταθέσει στεφάνι ο βουλευτής της Ε.Ρ.Ε. Ευ. Καλατζής, πρώην υφυπουργός Δημοσίας Τάξεως και κατά την Αριστερά γνωστός «κομμουνιστοφάγος».
Τότε, αλαλάζοντα κύματα ανθρώπων κατευθύνθηκαν προς τον χώρο τών επισήμων. Ο Μ. Παπακωνσταντίνου ζήτησε να σταματήσει η κατάθεση στεφάνων και να λήξει η τελετή και αποχώρησε εσπευσμένα, ακολουθούμενος και από τούς άλλους επισήμους. Η αποχώρηση σε λίγο μεταβλήθηκε σε άτακτη φυγή, γιατί το πλήθος κινούνταν απειλητικά εναντίον τους. Στρατιωτικοί και βουλευτές, μαζί με τον εκπρόσωπο τής κυβέρνησης, έτρεχαν προς τα αυτοκίνητά τους και με μεγάλο κόπο κατόρθωσαν να διαφύγουν. Από τούς συγκεντρωμένους ακούγονταν διαμαρτυρίες, όπως «Να καταθέσουμε», «και ο ΕΛΑΣ», «και ο ΕΔΕΣ», «και τα θύματα της Κατοχής».
Η έκρηξη
Μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο, ακούστηκε, ξαφνικά, ένας εκκωφαντικός κρότος, σαν από ισχυρή έκρηξη. Ένας γκρίζος καπνός υψώθηκε σε ένα ορισμένο σημείο, γύρω από το οποίο σωριάστηκαν ματωμένα ανθρώπινα κορμιά. Ορισμένοι θεώρησαν ότι η έκρηξη ήταν μέρος τού προγράμματος, για να συμβολίσει το κατόρθωμα τής ανατίναξης. Γρήγορα, όμως αντιλήφθηκαν αυτό που είχε συμβεί, αφού γοερές κραυγές πόνου και εκκλήσεις για βοήθεια ακούγονταν γύρω τους.
Το μεγαλύτερο μέρος τών συγκεντρωμένων απομακρύνονταν έντρομο, αλλά κάποιοι θεώρησαν ότι η χωροφυλακή ή ο στρατός «χτύπησαν» τούς συμμετέχοντες στην εκδήλωση. Μέσα στην σύγχυση και καθώς οι άλλοι επίσημοι είχαν προλάβει να φύγουν και το στρατιωτικό απόσπασμα είχε αποχωρήσει, «μαινόμενοι» όρμησαν εναντίον τών λίγων ανδρών τής Χωροφυλακής, οι οποίοι ήταν αδύνατο να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση. Ένας αξιωματικός έπεσε στο ποτάμι για να σωθεί από το ανεξέλεγκτο πλήθος. Ο απεσταλμένος τού «Βήματος» Βασίλης Κοραχάης τηλεγραφούσε από την Λαμία ότι «το αίμα που έτρεχε στο φαράγγι είχε αγριέψει τις ψυχές».
Αστραπιαία, μεταξύ τών Αριστερών, καλλιεργήθηκε και διαδόθηκε η φήμη ότι η έκρηξη οφειλόταν σε Δεξιούς και «Αμερικανούς», με σκοπό «να τρομοκρατήσουν τον λαό και να μην ξανακάνει συγκεντρώσεις». Ο θλιβερός απολογισμός τού εορτασμού τής επετείου ήταν 7 επιτόπου νεκροί και άλλοι 6 που υπέκυψαν αργότερα στα τραύματά τους, μαζί με 45 τραυματίες. Τα λεωφορεία που επέστρεφαν στην Αθήνα, έφεραν στα παράθυρά τους μαύρα κρέπια και μαύρες σημαίες.
Για την κυβέρνηση προείχε η περίθαλψη των τραυματιών και η σωτηρία τους, καθώς και η εξακρίβωση τών αιτίων τής τραγωδίας. Ο υφυπουργός Μ. Παπακωνσταντίνου, από το κτίριο τής Νομαρχίας στην Λαμία, προσπαθούσε να συντονίσει τις αρμόδιες Υπηρεσίες για να επιτελέσουν το έργο τους.
Η κατάσταση εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους, με απροσδιόριστες συνέπειες, αν δεν διαλυόταν αμέσως η φήμη περί «εσκεμμένης» έκρηξης. Πέραν τούτου, το κύρος τής κρατικής εξουσίας είχε καταρρακωθεί, γιατί δεν στάθηκε ικανή να τηρήσει την τάξη κατά τον εορτασμό τής επετείου, όπου τα όργανά της διασύρθηκαν και κυρίως, γιατί συνέβη το θλιβερό γεγονός τού τραγικού θανάτου αθώων και ανυποψίαστων ανθρώπων.
Η κυβέρνηση αντιλήφθηκε αμέσως την κρισιμότητα τών στιγμών. Γι’ αυτό διέταξε να εκδοθεί γρήγορα το πόρισμα για τα αίτια τής τραγωδίας και να γίνουν ανακρίσεις για τούς υπεύθυνους τής αναταραχής. Ταυτόχρονα, έθεσε σε επιφυλακή την αστυνομία στην Αθήνα και απαγόρευσε τις συγκεντρώσεις σε ανοικτό χώρο. Φαίνεται ότι ο Α. Παπανδρέου επιδίωκε να εκμεταλλευτεί καιροσκοπικά τα γεγονότα του Γοργοποτάμου. Ο πατέρας του, όμως, τού διαμήνυσε αυστηρά: «Μην κινηθείς».
Αντίδραση Κανελλόπουλου
Το ίδιο βράδυ τής Κυριακής, ο Π. Κανελλόπουλος που βρισκόταν στην Πάτρα, κατήγγειλε την κυβέρνηση ότι «από ημέρας εις ημέραν παραδίδει την χώραν διαρκώς εις την αναρχίαν», ότι είναι υπεύθυνη για όσα έγιναν στην γέφυρα τού Γοργοποτάμου, τα οποία χαρακτήρισε ως προσπάθεια «θρασείας μονοπωλήσεως και ανίερου εκμεταλλεύσεως τού κατορθώματος τούτου». Κάλεσε δε τον πρωθυπουργό να εμφανιστεί στην Βουλή και να δώσει λόγο για τον «εξευτελισμόν τού κράτους» και γιατί «αφήκε να περιυβρισθή ο Ελληνικός Στρατός».
Στην αρχική δήλωσή του δεν αναφέρθηκε στα θύματα τής έκρηξης, ίσως λόγω τού αιφνιδιασμού του από το απρόσμενο γεγονός, το οποίο ουδείς ανέμενε ή και γιατί κατά την άποψή του προείχε η αποκατάσταση τού κύρους τού Κράτους, το οποίο επλήγη ανεπανόρθωτα από τις αγελαίες εκδηλώσεις ακραίων ατόμων. Την επόμενη, πάντως, ημέρα, δήλωσε ότι συμμερίζεται το πένθος τών «βαρύτατα πληγεισών οικογενειών», αν και πάλι επέμεινε στην άποψή του να δώσει η κυβέρνηση λόγο στην Βουλή.
Ο πρωθυπουργός δεν αποδέχτηκε την έννοια που έδινε στην ειδική συνεδρίαση τής Βουλής για τα γεγονότα ο αρχηγός τής Ε.Ρ.Ε. Γι’ αυτό, ενώ είχε αποφασίσει να την πραγματοποιήσει αμέσως, τελικά αποφάσισε να την αναβάλλει για την Τρίτη 1 Δεκεμβρίου. Η μικρή αυτή αναβολή δόθηκε περισσότερο προκειμένου να έχει στα χέρια του το πόρισμα τών πραγματογνωμόνων και τών ιατροδικαστών.
Το πόρισμα
Την Δευτέρα, οι Μίκης Θεοδωράκης, Λ. Κύρκος και Π. Παρασκευόπουλος, που πήγαν στην Λαμία και στον τόπο τής τραγωδίας, ως εκπρόσωποι της Ε.Δ.Α., δήλωσαν ότι επρόκειτο για οργανωμένη δολοφονία. Από το Παρίσι, στο οποίο βρίσκονταν ο Κομνηνός Πυρομάγλου, δήλωσε την ίδια ημέρα στους δημοσιογράφους, με την ιδιότητα τού υπαρχηγού τού Ε.Δ.Ε.Σ., ότι: «Το χθεσινό δράμα στην γέφυρα τού Γοργοποτάμου οφείλεται σε απόπειρα. Βεβαιώ ότι δεν χρησιμοποιήσαμε νάρκες για την καταστροφή τής γέφυρας. Τα στηρίγματα καταστράφηκαν με 350 κιλά εκρηκτικές ύλες… Από τότε, χιλιάδες άτομα πέρασαν από κει χωρίς ποτέ να πάθει κανείς τίποτα…».
Οι ανακρίσεις άρχισαν από την ίδια κιόλας «μοιραία» ημέρα, την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 1964. Όπως διαπιστώθηκε, μια θαμμένη νάρκη, κοντά στο βάθρο τής γέφυρας, που την πάτησε ένας από τούς συγκεντρωμένους, τινάχτηκε με τον αυτόματο μηχανισμό της ενάμιση μέτρο ψηλά και εκεί έσκασε. Τα θραύσματα σκορπίστηκαν κυκλικά σε μεγάλη έκταση και όσοι βρίσκονταν κοντά στο πεδίο δραστηριότητας τής «ομπρέλας», χτυπήθηκαν στο κεφάλι, στο στήθος και στο λαιμό. Οι τραυματίες χτυπήθηκαν χαμηλότερα, στην κοιλιά και όσοι βρέθηκαν ακόμη μακρύτερα, στα πόδια.
Την Δευτέρα το πρωί, επιτροπή εμπειρογνωμόνων με επικεφαλής τον ταξίαρχο Παπαηλιού έσπευσε στον τόπο τής συμφοράς. Προηγουμένως, μια ομάδα ιατροδικαστών είχε κάνει την νύχτα νεκροτομή τών πτωμάτων. Το συμπέρασμα τών δυο ομάδων, που εργάστηκαν υπό την εποπτεία τού αντιεισαγγελέα τού Αρείου Πάγου Τούση, ήταν κατηγορηματικό, ότι η πολύνεκρη τραγωδία οφείλετο στην έκρηξη παλιάς νάρκης, αμερικανικού τύπου Μ1Α3, «θραυσματοβόλος κατά προσωπικού», που είχε τοποθετηθεί το 1947, κατά την διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου: «τα νεκροτομικά ευρήματα πείθουν ότι πρόκειται περί ατυχήματος εκ παλαιάς νάρκης».
Από την άλλη πλευρά, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας βεβαίωνε ότι τρεις φορές, το 1951, το 1955 και το 1957, έγινε εκκαθάριση τού ναρκοπεδίου στην περιοχή. Σύμφωνα με το επίσημο μητρώο τού λόχου Μηχανικών, που είχε αναλάβει το έργο τής εκκαθάρισης, είχαν τοποθετηθεί 270 νάρκες και 20 φωτοπαγίδες και όλες εξουδετερώθηκαν. Αναφορικά με το σημείο αυτό, οι πραγματογνώμονες υποστήριξαν ότι νάρκη «δεν αποκλείεται να είχε τοποθετηθεί συμπληρωματικώς, είτε μόνη είτε με άλλην, χωρίς να καταχωρηθή…». Πράγματι, την ίδια ημέρα ανακοινώθηκε ότι βρέθηκε και άλλη νάρκη, σε απόσταση εκατό μέτρων από το σημείο που έγινε η φονική έκρηξη. Όπως αποδείχθηκε και από ανάλογες περιπτώσεις, δεν ήταν απίθανο, παρότι έγινε εκκαθάριση του ναρκοπεδίου, να μην είχαν εκραγεί κάποιες συμπληρωματικές νάρκες. Ακόμη, το πόρισμα συμπέραινε πως «ο μέγας αριθμός θυμάτων» οφειλόταν, εκτός τών άλλων και «εις τον εις την όλην περιοχήν παρατηρηθέντα συνωστισμόν».
Αγόρευση Γ. Παπανδρέου
Τα πορίσματα τών πραγματογνωμόνων και τών ιατροδικαστών επέδρασαν κατευναστικά. Η Αριστερά τα αμφισβήτησε, ωστόσο προτίμησε να κλείσει εκεί την υπόθεση και να μην συμβάλει στην παραπέρα όξυνση τής κατάστασης. Ουσιαστικά, τα αποδέχθηκε, έστω και με επιφύλαξη, αφού δεν υπήρχαν και αντίθετες αποδείξεις. Ο Γ. Παπανδρέου τα χρησιμοποίησε στην αγόρευσή του, τής 1ης Δεκεμβρίου, ενώπιον της Βουλής, ως όπλα ισχυρά για να αποδείξει ότι τα γεγονότα τού Γοργοποτάμου ήταν ατύχημα, δηλαδή έκρηξη παλιάς νάρκης και όχι εγκληματική ενέργεια: «…Κύριοι βουλευταί, δεν υπάρχουν ερωτηματικά πλέον. Η απάντησις έχει δοθή. Είναι οριστική και πλήρης. Υπήρξε δυστύχημα…».
Αφού ο πρωθυπουργός εξέφρασε την «βαρείαν οδύνην του» για την τραγωδία, αναφέρθηκε στα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για να αποκαλυφθεί η αλήθεια για τα αίτια τής έκρηξης. Επέκρινε τις τοπικές Αρχές, γιατί δεν πήραν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να μην υπάρξει συνωστισμός και κυκλοφοριακή συμφόρηση και ανακοίνωσε ότι ανακλήθηκε ο νομάρχης Φθιώτιδας, καθώς και ότι παραπέμφθηκαν σε Συμβούλιο τρεις ανώτεροι αξιωματικοί τής Χωροφυλακής.
Παράλληλα εξαπέλυσε δριμεία επίθεση εναντίον τής Ε.Δ.Α., για όσα έγιναν πριν από την έκρηξη. Υποστήριξε ότι το αίτημά της για αναγνώριση τής Εθνικής Αντίστασης έγινε στον Γοργοπόταμο, με την επίσημη παρουσία τού κράτους, αλλά η Ε.Δ.Α., αντί για την πολιτική λήθης που διακηρύσσει εφαρμόζει πολιτική μνήμης και συνέχισε: «Συνέβη μια εχθρική στάσις απέναντι τής παρουσίας τού κράτους. Το κλίμα, αντί να είναι κλίμα πανηγυρισμού, ήτο αντίθετον, ήτο κλίμα απειλής. Και ερωτώ: Διατί; Σήμερον λειτουργεί η δημοκρατία. Οι πολίται είναι ελεύθεροι και δύνανται να εορτάζουν και την Εθνικήν Αντίστασιν, την οποία τιμά και εορτάζει ολόκληρο το κράτος. Διατί η αποδοκιμασία; (…) Μία είναι η απάντησις: Η πρόκλησις προς το έθνος. Και αυτό αποτελεί την βαρυτάτην πολιτικήν και ηθικήν ευθύνην τής Ε.Δ.Α.».
Τέλος, διαβεβαίωσε ότι θα δικαστούν όσοι περιύβρισαν αρχές ή «εξετράπησαν εις πράξεις βίας» και κατέληξε με την δήλωση ότι αφού διαπιστώθηκε κίνδυνος «διαταράξεως τής δημοσίας τάξεως» δεν θα επιτραπούν στο μέλλον τέτοιοι εορτασμοί.
Ομιλία Π. Κανελλόπουλου
Ο Π. Κανελλόπουλος εξαπέλυσε δριμύτατη επίθεση εναντίον τής κυβέρνησης και τής Ε.Δ.Α., για όσα διαδραματίσθηκαν πριν από την έκρηξη. Κατηγόρησε τις κεντρώες και αριστερές εφημερίδες ότι, χωρίς να περιμένουν το πόρισμα, εκραύγαζαν για πολιτικό έγκλημα, αλλά και την κυβέρνηση ως υπεύθυνη για τα έκτροπα, γιατί είχε δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα. Γι’ αυτό, δεν επιτρέπεται η κυβέρνηση να φορτώνει την ευθύνη στα κατώτερα όργανα.
Ο αρχηγός της Ε.Ρ.Ε. ανέφερε στην ομιλία του ότι την Κυριακή, στο Γοργοπόταμο, «το κράτος έγινε πελιδνόν και η δημοκρατία ετρόμαξε» και κατέληξε: «Προειδοποιώ τον ελληνικόν λαόν, αλλά και την κυβέρνησιν, τής οποίας τας δημοκρατικάς και εθνικάς προθέσεις ουδόλως αμφισβητώ, ότι εάν εξακολουθήσουν να γίνωνται όσα μέχρι τούδε εγίνοντο καθ’ όλην την Ελλάδα, χωρίς καν παρουσίαν ουσιαστικήν τού κράτους, τότε το ήδη κινδυνεύον σκάφος, εντός τού οποίου συμπλέουν το έθνος και η δημοκρατία, θα έχη συντριβεί εις τον βράχον τού Καυκάσου, επί τού οποίου δεσμώτης ο Προμηθεύς δεν θα είναι δυνατόν να βοηθήση- και πρέπει να αποτραπούν και τα δυο ενδεχόμενα, διότι και το δεύτερον είναι φοβερόν- ή θα βοηθήση λυόμενος από τα δεσμά του κατά τρόπον ανώμαλον».
Ο Σπ. Λιναρδάτος υποστηρίζει ότι με την ομιλία τού Π. Κανελλόπουλου, τού οποίου δεν αμφισβητεί την μετριοπάθεια και την αφοσίωση στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, αρχίζει να «αποκορυφώνεται η κινδυνολογία, αλλά και να εκτοξεύονται απειλές για επέμβαση τού στρατού και ανώμαλες λύσεις». Ωστόσο, όμως, με μια πιο ψύχραιμη θεώρηση, ο λόγος τού Π. Κανελλόπουλου ήταν μάλλον προφητικός και προειδοποιούσε για τις «ανώμαλες» πολιτικές καταστάσεις, που έθεσαν σε αμφισβήτηση το κοινοβουλευτικό καθεστώς και οδήγησαν στην κατάρρευσή του.
Στο βήμα ο Η. Ηλιού
Όταν ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος τής Ε.Δ.Α. ανέβηκε στο βήμα τής Βουλής, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Π. Κανελλόπουλο, ο οποίος σε έξαλλη κατάσταση τον διέκοπτε διαρκώς. Πάντως ο Ηλίας Ηλιού, παρότι ο αρχηγός και άλλοι εκπρόσωποι της Ε.Ρ.Ε. δεν τον άφηναν να μιλήσει και σε αρκετές περιπτώσεις απειλείτο συμπλοκή μεταξύ δεξιών και αριστερών βουλευτών, διατήρησε την «ολύμπια» ηρεμία του και κατόρθωσε, με συνεχείς αναγκαστικές διακοπές, να ολοκληρώσει την ομιλία του.
Ο Ηλιού υποστήριξε ότι «είναι απίθανο να ήταν θαμμένη δεκαέξι χρόνια η νάρκη, χωρίς να καταστραφεί ο πυροδοτικός μηχανισμός. Μπορεί να είχε αφοπλιστεί και να οπλίστηκε και πάλι με τοποθέτηση νέου πυροδοτικού μηχανισμού. Η περιοχή έχει πατηθεί χιλιοστό με χιλιοστό, τόσο κατά την κατασκευή τής γέφυρας, όσο και κατά τούς προηγούμενους εορτασμούς. Πριν από μερικές μέρες πέρασε μπουλντόζα για να διασκευάσει κατάλληλα τον χώρο». Όσο για τις αποδοκιμασίες, ανέφερε ότι «το πλήθος δεν αποδοκίμασε κανέναν, αλλά διαμαρτυρήθηκε γιατί τού έδειξαν περιφρόνηση».
Ο Κανελλόπουλος αντέδρασε έντονα στην επιχειρηματολογία τού Ηλιού και τού επιτέθηκε με σφοδρότητα: «Μόνον χάρις εις την γενναιοφροσύνην μας σάς ηνέχθημεν μέχρι τούδε (…) Είσθε αρχηγός παρατάξεως δολοφόνων και σφαγέων». Οι βουλευτές τής Ε.Δ.Α. διαμαρτυρήθηκαν όρθιοι για τις αναφορές τού Κανελλόπουλου, χτυπώντας τα έδρανα, αλλά ο αρχηγός τής Ε.Ρ.Ε. συνέχισε απευθυνόμενος στον Ηλιού: «Η αγόρευσίς του γίνεται με μειλίχιον ύφος, αλλά με δολοφονικήν πρόθεσιν κατά τής δημοκρατίας…».
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος τής Ε.Δ.Α., ενώ προσπαθούσε να ολοκληρώσει την ούτως ή άλλως επεισοδιακή ομιλία του, κατηγόρησε τον Κανελλόπουλο ότι «επέσεισε την απειλήν τής ανωμάλου λύσεως».
Ο ψύχραιμος Σπ. Μαρκεζίνης
Μόνον ο αρχηγός των Προοδευτικών Σπυρίδων Μαρκεζίνης κατάφερε με την ομιλία του να θέσει το γεγονός στις πραγματικές του διαστάσεις. Κατ’ αρχήν εξέφρασε την λύπη του για το «δυστύχημα τού Γοργοποτάμου» και τα θύματα. Αναγνώρισε ότι η κυβέρνηση κατασταλτικά έδρασε με ταχύτητα, σύστημα και αποδοτικότητα, ωστόσο την θεώρησε υπεύθυνη γιατί δεν πρόλαβε τις εκδηλώσεις της Αριστεράς και δεν διέψευσε αμέσως ότι η έκρηξη ήταν έργο ξένων δυνάμεων. Τέλος, υποστήριξε ότι η Ε.Δ.Α. διέπραξε σφάλμα τακτικής να εμφανίσει τόσο γρήγορα τις δυνάμεις της.
Δευτερολογία
Ο πρωθυπουργός, στην δευτερολογία του, υποστήριξε ότι τα ερωτήματα που έθεσε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ε.Δ.Α. δεν ευσταθούσαν: «Ερωτήματα δεν υπάρχουν. Ό,τι συνέβη είναι δυστύχημα. Δεν είναι έγκλημα». Επανέλαβε τα συμπεράσματα τού πορίσματος τών ιατροδικαστών για παλαιά νάρκη, ότι το έδαφος περιεβάλλετο υπό βλαστήσεως και «δεν παρουσίαζεν ουδέν σημείον προσφάτου εκσκαφής».
Μετά από την ολοκλήρωση τής συζήτησης στην Βουλή, οι διαξιφισμοί και η οξύτητα τής αντιπαράθεσης τών πολιτικών δυνάμεων απέδειξαν ότι οι διαιρέσεις τής δεκαετίας τού ’40 παρέμεναν ακόμη καθοριστικές για την πολιτική ζωή.
Αμέσως μετά από το τραγικό συμβάν άρχισαν και οι ανακρίσεις, ώστε να αποκαλυφθούν οι πρωταίτιοι τών επεισοδίων. Στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας παραπέμφθηκαν 18 άτομα για να δικαστούν με ποικίλες κατηγορίες (όπως στάση, αντιποίηση αρχής, παράβαση A.N. 942/1946, περιύβριση αρχής, επικίνδυνες σωματικές βλάβες), για όσα συνέβησαν πριν, κατά την διάρκεια, αλλά κυρίως μετά από την λήξη τής τελετής. Aπό αυτούς οι 12 καταδικάστηκαν σε ποικίλες ποινές και οι 6 αθωώθηκαν. H δίκη αυτή, που έμεινε γνωστή ως η «Δίκη τού Γοργοποτάμου» ή «Δίκη τής Λαμίας» (26.5 – 17.6.1965), αποτέλεσε και την τυπική λήξη τής υπόθεσης.
Η εκδοχή των πρακτόρων
Στις 5 Αυγούστου 1965, η εφημερίδα «Έθνος» δημοσίευσε αναφορά που αποδιδόταν στον στρατιωτικό ακόλουθο τών Η.Π.Α. στην Αθήνα, ο οποίος την απηύθυνε προς το υπουργείο Άμυνας τών Η.Π.Α. και αφορούσε στα γεγονότα τού Γοργοποτάμου. Στο έγγραφο σημειωνόταν, μεταξύ άλλων, ότι όσοι συμμετείχαν στην επιχείρηση τού Γοργοποτάμου «(…) ενημερώθησαν πλήρως και ενήργησαν υπό τον αυστηρόν έλεγχον τών αξιωματικών τής CIA» ενώ «ουδεμίαν είχον επαφήν με τον τοπικόν πληθυσμόν ή μετά τών συγγενών των και μετεφέρθησαν αμέσως εις βάσιν εις Γερμανίαν». Επίσης, ο συντάκτης της εκτιμούσε ότι «αναμφιβόλως η επιχείρησις θα ήτο πολύ περισσότερον αποτελεσματική, εάν οι φίλοι μας εκμεταλλεύοντο καταλλήλως την κατάστασιν, η οποία εδημιουργήθη εις την χώραν» και δεν παρέλειπε να αποδώσει έπαινο σε αυτούς που «ενήργησαν βάσει σχεδίου και οι οποίοι δικαιούνται να ανταμειφθούν, συμφώνως προς την απαίτησίν των». Σύμφωνα με το έγγραφο, λεπτομέρειες της επιχείρησης, που έφερε το κωδικό όνομα «Arrow-1», γνώριζαν ακόμα ο πρέσβης και στελέχη τής διπλωματικής αποστολής τών Η.Π.Α. στην Αθήνα. Η αμερικανική πρεσβεία διέψευσε κατηγορηματικά την ύπαρξη τού εγγράφου αυτού και το χαρακτήρισε ως πλαστό.
Ο δημοσιογράφος Γιώργος Καράγιωργας γράφει ότι ένας πράκτορας που δούλεψε για πολλά χρόνια στην CIA, αλλά αποτραβήχτηκε από το προσκήνιο, γνωστός με το ψευδώνυμο «Ντομ», κατήγγειλε ότι «και ο Γοργοπόταμος, όπως επίσης και πολλά άλλα περιστατικά, που σφραγίσανε την τελευταία εικοσαετία, υπήρξε έργο της CIA».
Η εκδοχή περί πρακτόρων της CIA που οργάνωσαν την έκρηξη, ενισχύθηκε στους κύκλους της Ε.Δ.Α. από ένα περιστατικό που ανέφερε ο ανθυπολοχαγός τού Ε.Λ.Α.Σ. Δημήτριος Δημητρίου (Νικηφόρος), τού οποίου η αδερφή ήταν ένα από τα θύματα της έκρηξης. Συγκεκριμένα, στις 22 Νοεμβρίου, την Κυριακή, δηλαδή, πριν από τον αιματοβαμμένο εορτασμό, ένα ζευγάρι «παλαιών αντιστασιακών» που βρέθηκε στην περιοχή, νομίζοντας ότι ο εορτασμός είχε ορισθεί για την εκείνη την ημέρα, είδε ένα γκρίζο Φολκσβάγκεν, χωρίς αριθμό, παρκαρισμένο κοντά στην γέφυρα και τρεις νέους, που έμοιαζαν σαν ξένοι, να στέκονται κοντά στο γεφύρι, να το περιεργάζονται και να συζητούν. Τα συγκεκριμένα άτομα ήταν πιθανότατα οι δράστες, που επισκέφτηκαν την περιοχή για να διαπιστώσουν, τεχνικώς, την ετοιμότητα των ναρκών. Το πρωί τής μοιραίας Κυριακής, τής 29ης Νοεμβρίου, βρίσκονταν στην περιοχή, αθέατοι ανάμεσα στο πυκνό πλήθος, έτοιμοι να δράσουν, απασφαλίζοντας τις νάρκες. Και δεν είναι τυχαίο, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, ότι παρά την μεγάλη καθυστέρηση που σημειώθηκε στο πρόγραμμα τής τελετής, η νάρκη εξερράγη ακριβώς την στιγμή τής αποχώρησης τών επισήμων.
Ούτε, όμως και το περιστατικό αυτό επιβεβαιώθηκε και γενικότερα η εκδοχή περί πρακτόρων της CIA, χαρακτηρίζεται περισσότερο ως συνωμοσιολογία, αν και σε κάθε περίπτωση, πολλές και με αντικρουόμενα συμφέροντα ομάδες, επιδίωκαν να απορρυθμίσουν, ακόμη περισσότερο, το ήδη κατακερματισμένο πολιτικό σύστημα της εποχής εκείνης.
Ο Σπ. Μαρκεζίνης σημειώνει ότι η οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ, που εκτράφηκε στους κόλπους τής ΚΥΠ, ως αντίρροπο, προφανώς, τής οργάνωσης ΙΔΕΑ και στράφηκε, κυρίως, κατά τών πρωταγωνιστών τής νίκης τού Γράμμου και τού Βίτσι, εκδηλώθηκε ουσιαστικώς, τον Νοέμβριο τού 1964, κατά την 21η επέτειο τού σαμποτάζ στον Γοργοπόταμο. Με τον ΑΣΠΙΔΑ συνδέθηκε στο παρασκήνιο το όνομα τού Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο ο Τύπος, λίγους μήνες αργότερα, κατηγόρησε ευθέως ότι ενεθάρρυνε και καθοδηγούσε την οργάνωση, η οποία κατά τα δημοσιεύματα απέβλεπε στην διάβρωση τών Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο Γ. Καράγιωργας αποδίδει την έκρηξη της νάρκης σε έργο Ελλήνων πρακτόρων της CIA. Κατά την άποψή του, συμβάδιζε με ένα γενικότερο σχέδιο αποσταθεροποίησης τού δημοκρατικού πολιτεύματος και δεν ήταν άσχετη με την δολοφονία τού βουλευτή τής Ε.Δ.Α. Γρ. Λαμπράκη, με την απειληθείσα δολοφονία τού Κ. Καραμανλή και με τις προβοκατόρικες πυρκαγιές που έβαζαν στα Χαυτεία οι πράκτορες τής ΚΥΠ.
Η μεταγενέστερη ιστορική έρευνα συμφωνεί ότι οι «διάχυτες» υποψίες για οργανωμένη δολοφονική ενέργεια, κατά τον εορτασμό τής 21ης επετείου τής ανατίναξης τής γέφυρας τού Γοργοποτάμου, την 29η Νοεμβρίου 1964, δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Ο Μ. Παπακωνσταντίνου εξέφραζε, σθεναρά, σε κάθε ευκαιρία, την πεποίθησή του ότι η έκρηξη ήταν ατύχημα και προς επιβεβαίωσή της, ανέφερε ότι είχαν βρεθεί άλλες δυο νάρκες, που δεν είχαν εξουδετερωθεί και μπορούσαν να εκραγούν.
Επίλογος
Από μια πρώτη άποψη, κατά τον εορτασμό τής επετείου τής ανατίναξης τής γέφυρας τού Γοργοποτάμου, την 29η Νοεμβρίου 1964, αντιπαρατέθηκε, κατά κάποιο τρόπο, το επίσημο κράτος, με τις δυνάμεις τής Αριστεράς. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, για να ικανοποιήσει τούς «αριστερούς» ψηφοφόρους τής Ε.Κ., αλλά και ταυτόχρονα να μην απεμπολήσει την αντικομουνιστική του ιδεολογία, πρόταξε τον ενωτικό εορτασμό της, χωρίς να συζητά για αναγνώριση τής ΕΑΜικής αντίστασης.
Η ηγεσία τού Κ.Κ.Ε., που τότε βρίσκονταν στο εξωτερικό, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο συρρίκνωσης τών δυνάμεων τής Αριστεράς από την κυβερνητική παράταξη, επέβαλλε στην Ε.Δ.Α. «μαξιμαλιστική» γραμμή. Συνεπώς, από τον εορτασμό τής επετείου δεν έπρεπε να δοθεί στην κοινή γνώμη το μήνυμα τής «συμφιλίωσης», αλλά τής αντιπαράθεσης προς την κυβέρνηση, που δεν αναγνώριζε την ΕΑΜική αντίσταση. Η εκδήλωση διαλύθηκε, αλλά είχε τραγική κατάληξη.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ευθύνες έχει και ο κρατικός μηχανισμός, που δεν μπόρεσε να επιβάλλει κάποια στοιχειώδη τάξη στον χώρο. Όχι, όμως, οι τοπικές Αρχές, στις οποίες προσπάθησε να τις επιρρίψει ολοκληρωτικά η κυβέρνηση, αλλά προπάντων η ίδια η κυβέρνηση, η οποία ευνοούσε την δημιουργία ενός κλίματος «ελευθεριότητας» για την εκδήλωση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την «λογική» τής σύγκρουσης, που καλλιεργούσε η ηγεσία τού Κ.Κ.Ε.
Η εικόνα τής διάλυσης τού κράτους εντυπώθηκε σε ένα σημαντικό μέρος τών Ελλήνων, μετά από το συγκλονιστικό αυτό γεγονός. Η φωτογραφία, η οποία δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες και έδειχνε τον υφυπουργό να τρέχει προς το αυτοκίνητό του, εγκαταλείποντας την τελετή και πίσω του να τον ακολουθούν, αναγκαστικά, στρατηγοί εν στολή, με επικεφαλής έναν από τούς ανώτατους διοικητές, έθιγε ιδιαίτερα την ευαισθησία τού στρατού.
Ο ρόλος τού «ξένου» παράγοντα και οι παρεμβάσεις του στα πολιτικά πράγματα, την δύσκολη εκείνη περίοδο, που σε κάθε περίπτωση δεν αμφισβητείται, είναι μια «εύκολη» ερμηνεία για να δικαιολογήσει την ανωριμότητα τού εγχώριου πολιτικού συστήματος. Πριν, όμως, αποδοθούν, με ευκολία, οι ευθύνες στον «ξένο δάκτυλο», θα ήταν ίσως πιο ενδιαφέρον, να αναζητηθούν οι ευθύνες όλων τών πολιτικών δυνάμεων εκείνης τής χρονικής περιόδου για την καταρράκωση τού κύρους τού κοινοβουλίου και για την δημιουργία τών συνθηκών, που προκάλεσαν σταδιακά, στο αμέσως προσεχές διάστημα, την εκτροπή από την συνταγματική νομιμότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, τ. Δ’, Το Βήμα Βιβλιοθήκη.
2.Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης, Ιστορία τής σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, τ.7, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
3. Γιώργος Καράγιωργας, Από τον ΙΔΕΑ στο Πραξικόπημα τής 21ης Απριλίου, Ιωλκός.
4. Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού, τ. 9ος, Ελληνικά γράμματα.
5.Ιστορία τών Ελλήνων, τ. 14, Δομή.
6.Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους, τ.37.