ΑΡΘΡΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ

ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ: Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΘΑΛΑΣΣΟΜΑΧΟΣ

Ο Λάμπρος Κατσώνης ήταν ένας σπουδαίος εθνικός αγωνιστής. Οι καταδρομικές επιχειρήσεις του στις ελληνικές θάλασσες, ιδίως κατά την διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου 1787-1792, προκαλούσαν τον τρόμο των Τούρκων, οι οποίοι αναγκάζονταν να διατηρούν ένα μέρος τού στόλου τους στο Αιγαίο, για να τον αντιμετωπίσουν. Η πολεμική του δράση αναπτέρωσε το ηθικό τών Ελλήνων και ενέπνευσε την επόμενη γενιά, που αποτίναξε τον τουρκικό ζυγό.

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΙΧΑΗΛ ΗΛ. ΝΤΑΣΚΑΓΙΑΝΝΗΣ

Το 1787, κατά την έναρξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου (1787-1792), η Ρωσία, εξαιτίας τών εξελίξεων στον τομέα τών συμμαχιών και τών αντιπαλοτήτων, αναγκάστηκε να αναπροσαρμόσει τούς αρχικούς επιχειρησιακούς της σχεδιασμούς και να ματαιώσει την κάθοδο τού στόλου της από την Βαλτική στην Μεσόγειο και την ανάληψη δράσης, ανάλογης με τής περιόδου 1770-1774. Επεξεργάστηκε, όμως, εναλλακτικά σχέδια, που αφορούσαν στον σχηματισμό «κουρσάρικου» στόλου, ο οποίος θα δρούσε στον θαλάσσιο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, υπό την ρωσική σημαία και υπό την καθοδήγηση Ρώσων πρακτόρων και αξιωματικών. Η δράση τού στόλου αυτού, σύμφωνα με τον σχεδιασμό, απέβλεπε στην πρόκληση δολιοφθοράς στην τροφοδοσία τής Κωνσταντινούπολης και το κυριότερο, στην διάσπαση τών δυνάμεων τού οθωμανικού στόλου, ένα μέρος του οποίου έπρεπε να παραμείνει στην ανατολική Μεσόγειο για να «καταστείλει» την δράση τών καταδρομέων. Την αποστολή αυτή ανέλαβε να εκπληρώσει ο Λάμπρος Κατσώνης.

Ο εθνικός αγωνιστής

Ο Λάμπρος Κατσώνης γεννήθηκε στην Λειβαδιά γύρω στο 1752. Η οικογένειά του ήταν εύπορη. Η μητέρα του καταγόταν από την οικογένεια Νάκου, μέλη τής οποίας διακρίθηκαν για την εθνική τους δράση κατά τούς τελευταίους χρόνους τής τουρκοκρατίας και κατά την επανάσταση τού 1821. Στα τέλη τής δεκαετίας τού 1760 βρέθηκε στα Επτάνησα, όπου παλιότερα είχε καταφύγει και η οικογένειά του, πιθανόν επειδή αντιμετώπιζε προβλήματα στις σχέσεις της με τούς Οθωμανούς αξιωματούχους. Από τα Επτάνησα, όπου εργαζόταν ως τεχνίτης, ο Κατσώνης πήγε στο Λιβόρνο τής Ιταλίας και στρατολογήθηκε στα πληρώματα που οργάνωσαν οι αδελφοί Ορλώφ, ενόψει τών επιχειρήσεων που προετοίμαζαν στην Πελοπόννησο και το Αιγαίο. Φαίνεται ότι ο γενναίος Έλληνας, παρόλο το νεαρό τής ηλικίας του, είχε γνωρίσει τα νησιά τού Αιγαίου και τα λιμάνια τού Εύξεινου Πόντου και είχε διακριθεί τόσο πολύ για το θάρρος και την νοημοσύνη του, ώστε όταν είχαν καταπλεύσει οι Ρώσοι στην Ελλάδα, το 1770, τον είχαν χρησιμοποιήσει ως αξιωματικό. Με την ιδιότητά του αυτή είχε λάβει μέρος στην πολιορκία της Κορώνης και στην ναυμαχία του Τσεσμέ (1770).

Ο Γάλλος πρόξενος στα Ιόνια νησιά Σαίντ Σοβέρ, που τον γνώρισε προσωπικά, τον περιέγραψε ως εξής: «Δεν εγνώριζε ούτε να διαβάζη ούτε να γράφη… αλλ’ αυτές οι ελλείψεις γνώσεων αντισταθμίζονταν από μια σταθερότητα, μια δραστηριότητα, μια επαγρύπνηση για καθετί που τον περιέβαλλε…».

Όταν οι Ρώσοι, μετά από την υπογραφή τής συνθήκης τού Κιουτσούκ- Καϊναρτζί (10 Ιουλίου 1774), εκκένωσαν τα νησιά που κρατούσαν, ο Κατσώνης, μαζί με άλλους 3.000 Έλληνες, τούς ακολούθησε και εγκαταστάθηκε στο Γενί Καλέ τής Κριμαίας. Η κωμόπολη αυτή είχε παραχωρηθεί στους Έλληνες και ο Κατσώνης κατατάχτηκε στο ελληνικό τάγμα, που είχε τότε ιδρύσει η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β’ γνωστή και ως Μεγάλη Αικατερίνη (1729-1796). Ύστερα από λίγο ακολούθησε τον ευνοούμενο τής τσαρίνας πρίγκιπα Γρηγόριο Ποτέμκιν στον πόλεμο εναντίον τής Περσίας, όπου διακρίθηκε και προήχθη στον βαθμό τού λοχαγού για τις ανδραγαθίες του.

Στις αρχές του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, κατά τον Νοέμβριο τού 1787, ο Κατσώνης, μαζί με άλλους 98 Έλληνες ανδραγάθησε στο Κιλ Μπουρνού και στο λιμάνι του Οτσακώφ, σε μια επιχείρηση εναντίον ενός τουρκικού φορτηγού και προήχθη στον βαθμό τού ταγματάρχη. Με τα παράτολμα ναυτικά εγχειρήματά του στην Κριμαία απέδειξε ότι ήταν εξίσου ικανός θαλασσομάχος και γι’ αυτό, σε συνδυασμό με την ελληνική του καταγωγή, τού ανατέθηκε η αποστολή τής συγκρότησης «κουρσάρικου» στόλου στο Αιγαίο.

Στην Τεργέστη

Στις αρχές Ιανουαρίου τού 1788, ο Κατσώνης έφυγε, με άδεια τού Ποτέμκιν, από την Κριμαία και έφθασε, μέσω Βιέννης, στην Τεργέστη, έχοντας πληρεξουσιότητα να στρατολογήσει υπό την σημαία τής Ρωσίας 20 περίπου καταδρομικά σκάφη. Με συνεισφορές τής ελληνικής παροικίας τής πόλης, αγόρασε ένα αμερικανικό καταδρομικό πλοίο με 26 πυροβόλα, το οποίο ονόμασε, προς τιμήν τής Αικατερίνης, «Αθηνά τής Άρκτου». Στρατολόγησε, επίσης, πληρώματα, που κατά βάση αποτελούνταν από Επτανήσιους ναυτικούς και προσέλαβε ως πλοιάρχους τούς Σπ. Καλλιγά και Δημ. Κατσάρη. Στους αξιωματικούς και στους ναύτες μοίρασε ρωσικά διπλώματα καταδρομών.

Μετά από τις απαραίτητες προετοιμασίες, ο στόλος τού Κατσώνη, που σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο αποτελούνταν από 3 σκάφη, απέπλευσε από την Τεργέστη, τον Μάρτιο. Στα τέλη Απριλίου, κι ενώ έπλεε στο Ιόνιο πέλαγος, βρέθηκε αντιμέτωπος με πλοίο Δουλτσινιωτών (από τις Δαλματικές ακτές) πειρατών, το οποίο κυρίευσε μετά από ναυμαχία. Κατόπιν, κατέπλευσε στην Ζάκυνθο, όπου μετά από ολιγοήμερη αναγκαία παραμονή για επισκευές, υπό την ανοχή του Ενετού τοποτηρητή στο νησί, αναχώρησε περί τα μέσα Μαΐου για τα Κύθηρα και από εκεί για το Αιγαίο.

Τον Ιούνιο, ο στόλος του απαρτιζόταν από 10 τουλάχιστον πλοία, μετά και από την προσχώρηση πλοίων από την Ύδρα. Στα μέσα τού ίδιου μήνα άρχισε επιχειρήσεις στο Αιγαίο και έπλευσε προς τα παράλια τής Λυκίας. Αρχικά προσέγγισε το Καστελόριζο, όπου βρισκόταν οχυρό με οθωμανική φρουρά 1.000 περίπου ενόπλων, η οποία μετά από λίγες ημέρες πολιορκίας παραδόθηκε και ύστερα από συμφωνία με τούς πολιορκητές διαπεραιώθηκε στην μικρασιατική ακτή. Στην συνέχεια, ο Κατσώνης αφαίρεσε τα κανόνια και όποιο άλλο υλικό υπήρχε και κατεδάφισε το φρούριο. Από εκεί, έπλευσε προς ανατολικά και παραπλέοντας τις ακτές τής Καραμανίας, τής Συρίας και τής Κύπρου, αιχμαλώτισε άλλα 6 οθωμανικά πλοία, τα οποία εξόπλισε και τα ένωσε με τα δικά του.

Αφού αύξησε τον καταδρομικό του στόλο σε τουλάχιστον 14 πλοία, περιέπλευσε ως τα παράλια τής Αιγύπτου, λεηλατώντας ανελέητα και αιχμαλωτίζοντας πλοία με οθωμανική σημαία. Σύμφωνα με έκθεση τού Γάλλου προξένου στην Λάρνακα, ο στόλος τού Κατσώνη, το καλοκαίρι του 1788, ανέρχονταν σε 18 πλοία. Όπως ήταν φυσικό, η δράση του στο Αιγαίο προκάλεσε ταραχή στην Κωνσταντινούπολη και ένα τμήμα τού οθωμανικού στόλου, που αποτελούνταν από ένα πολεμικό πλοίο με 74 πυροβόλα, ένα καταδρομικό και άλλα 55 των 28-30 πυροβόλων, υποχρεώθηκε να κινηθεί στο Αιγαίο προς αναζήτησή του.

Πράγματι, στις 20 Αυγούστου, ενώ ο Κατσώνης επέστρεφε από την Συρία και την Κύπρο, με 6 πλοία και 2 μεγάλα ιστιοφόρα, που έμοιαζαν με μαούνες, συνάντησε τον εχθρικό στόλο έξω από την Κάρπαθο. Ο Κατσώνης, παρέσυρε τα αντίπαλα πλοία μεταξύ στενών, που αφαιρούσαν από τον ισχυρότερο σε αριθμό και δύναμη πυρός οθωμανικό στόλο το πλεονέκτημα τής κατά παράταξη μάχης και έδιναν στα δικά του μικρότερα πλοία την δυνατότητα τών ελιγμών. Όρμησε εναντίον του και ύστερα από πολύωρο και πεισματικό αγώνα, τον έτρεψε σε φυγή, σκοτώνοντας 500 εχθρούς και τραυματίζοντας άλλους τόσους. Ο πρόξενος τής Γαλλίας στην Ρόδο, βλέποντας την φθορά τών τουρκικών πλοίων που κατέφυγαν εκεί, συγχάρηκε τον Κατσώνη για την νίκη, «αποδίδοντάς του άπειρους επαίνους, συγκρίνοντάς τον με τον Θεμιστοκλή και επονομάζοντάς τον άξιο απόγονο τών προγονικών Ελλήνων ηρώων».

Ο επίσκοπος Σκιάθου και Σκοπέλου Ματθαίος επιβεβαιώνει σε ένα σημείωμα, που έγραψε το 1794, ότι: «Εις το ίδιο έτος (1788) εφάνη κάποιος Λάμπρος από χώραν Λιβαδειάν, ο οποίος ευρέθη από τα πρώτα σεφέρια εις Ρουσίαν, και εβγήκεν και αυτός, έκαμεν με ίδιά του έξοδα έως δέκα καραβόπουλα με ρούσικην παντιέραν, αρματώνοντάς τα … και κατεκούρσευσεν και αφάνιζεν εις τού Τούρκου τα νησία. Και έφθασεν εις τα νησία τής ταπεινής μου επιρροής Σκιάθου και επήρεν καράβια, ανθρώπους και τούς είχεν μαζί του και αφάνισεν την Άσπρην θάλασσαν».

Τον Σεπτέμβριο, ο Κατσώνης με τον στόλο του επέστρεψε στην Ζάκυνθο, από όπου ανήγγειλε τα ευχάριστα νέα στον Ποτέμκιν και μέσω αυτού στην Αικατερίνη. Τον Οκτώβριο τού 1788, το πολεμικό συμβούλιο τής Ρωσίας τον προβίβασε σε υποχιλίαρχο και τού παρήγγειλε ότι «ο στόλος του στο εξής μπορεί να ονομάζεται στόλος τής ρωσικής αυτοκρατορίας», ενώ ταυτόχρονα τού έδωσε «την πληρεξουσιότητα να διορίζει στο όνομά της αξιωματικούς από τον βαθμό τού σημαιοφόρου ως τού ταξιάρχου». Την ίδια εποχή, η Σουηδία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον τής Ρωσίας, καθιστώντας οριστικά απραγματοποίητο το σχέδιο για κάθοδο τού ρωσικού στόλου στην Μεσόγειο.

Ο Κατσώνης, καθώς είχε ολοκληρώσει τις ναυτικές επιχειρήσεις για την χρονιά εκείνη, επέστρεψε στην βάση του, στην Τεργέστη. Εκεί, υπό την επίβλεψη τών αξιωματικών τού ρωσικού στρατού Β. Ταμάρα και Αντ. Ψαρρού, που ήταν Μυκονιάτης, έγινε η στρατολόγηση νέων καταδρομέων και στις δυο επιπλέον μοίρες που δημιουργήθηκαν, εντάχθηκαν γνωστοί για την κουρσάρικη δράση τους καπετάνιοι, όπως ο Γουλιέλμος Λορέντσι από την Κορσική. Όπως φαίνεται, υπήρξαν διαφωνίες σχετικά με τις αρμοδιότητες τού καθενός και οι σχέσεις τού Κατσώνη με τούς ανώτερούς του αξιωματικούς και ιδίως με τον Ψαρρό ήταν τεταμένες
Στο μεταξύ, Ρώσοι πράκτορες είχαν καλέσει τον Κατσώνη να απολογηθεί και να αντικρούσει διάφορα παράπονα τών γαλλικών προξενικών αρχών, που κατηγορούσαν τα πληρώματά του για πειρατεία στην ανατολική Μεσόγειο. Τον Νοέμβριο επισκέφθηκε την ρωσική πρεσβεία τής Βενετίας και αντέκρουσε τις κατηγορίες τών Γάλλων, από τις οποίες πολλές ήταν αβάσιμες. Οπωσδήποτε, για να κατευνάσει Βενετούς και Γάλλους απέδωσε σημαντικό μέρος από την λεία σε υπηκόους τών δυο χωρών.

Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σάθα, περί τα τέλη τού 1788 κι ενώ ο Κατσώνης ετοίμαζε τον στόλο του για νέα επιδρομή, ο πρεσβευτής τής Ρωσίας στην Τοσκάνη τού έστειλε ως συνεργάτη τον πρίγκιπα Μασιζέρσκι. Ο πρίγκιπας, όμως, όχι μόνο δεν τού πρόσφερε κάποια βοήθεια, αλλά με την συμπεριφορά του τον εκνεύρισε σε τέτοιο βαθμό, που τον ώθησε σε απείθεια. Αποτέλεσμα τών εντάσεων αυτών ήταν να ζητήσει ο Μασιζέρσκι το σπαθί τού Κατσώνη και να διατάξει την φυλάκισή του στο φρούριο τής Τεργέστης, τον Ιανουάριο τού 1789. Ο Κατσώνης ανήγγειλε τα γεγονότα στον Ρώσο πρεσβευτή στην Φλωρεντία και ζήτησε να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Ο πρεσβευτής αναγνώρισε την αδικία σε βάρος τού Έλληνα θαλασσομάχου, τον οποίο απελευθέρωσε και αμέσως ανακάλεσε τον Μασιζέρσκι.
Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ πιθανόν, ότι χάρη στην παρέμβαση τού Ποτέμκιν, ο Κατσώνης αποφυλακίστηκε στις αρχές Μαρτίου και τού δόθηκε η άδεια από τις ρωσικές αρχές για επανάληψη τών επιχειρήσεών του.

Οι επιχειρήσεις το 1789

Στις αρχές Απριλίου τού 1789, ο Κατσώνης προετοιμαζόταν στην Τεργέστη για νέα καταδρομή και η ελληνική παροικία τής πόλης προθυμοποιήθηκε να συνδράμει γενναία τις προσπάθειές του. Αφού απέπλευσε από την Τεργέστη, στις 15 τού μηνός αυτού, συνάντησε πλοία Τουρκαλβανών έξω από το Δυρράχιο και δέχτηκε την πρόκληση να αναμετρηθεί μαζί τους. Η ναυμαχία φαίνεται ότι ήταν εύκολη υπόθεση για τον Κατσώνη, ο οποίος έτρεψε σε άτακτη φυγή τούς εχθρούς. Την επόμενη ημέρα, επειδή παρασύρθηκε από τα ρεύματα, κατέπλευσε στο Δυρράχιο, όπου κατεδάφισε τους προμαχώνες, βύθισε ή έκαψε εχθρικά πλοία και σκόρπισε τους 12.000 Αλβανούς, που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Την νύχτα πλησίασε και πάλι και εκσφενδόνισε εναντίον της πόλης πάνω από 1.000 σφαίρες. Σκότωσε πολλούς Οθωμανούς, άλλους τούς έκαψε, κατέστρεψε αρκετά σπίτια και γκρέμισε τζαμιά.

Στις 17 του μηνός αναχώρησε για τις ελληνικές θάλασσες. Έκανε την εμφάνισή του στους Παξούς και στάθμευσε στην Ιθάκη. Εκεί συναντήθηκε με τον κλεφταρματολό της Δυτικής Στερεάς Ανδρέα Ανδρούτσο και συμφώνησαν για τον συντονισμό τής δράσης τους. Μάλιστα, η σύμπραξή τους επικυρώθηκε και με δεσμούς συγγένειας, καθώς ο Κατσώνης βάφτισε τον γιο τού Ανδρούτσου, τον Οδυσσέα, τον κατοπινό ήρωα τής επανάστασης τού 1821. Πέρασε και από την Ζάκυνθο, όπου συνάντησε τον ναύαρχο τής Ενετικής Δημοκρατίας Έμος, ο οποίος τον υποδέχτηκε θερμά και τον συγχάρηκε για τις νίκες του εναντίον τών Οθωμανών. Στις αρχές τού Ιουνίου βρίσκονταν στην Ύδρα.

Στην συνέχεια έπλευσε προς το Ικάριο πέλαγος και έφθασε ως τον Ελλήσποντο. Σε όλα του τα πλοία ύψωνε τις σημαίες για να τον αντιληφθούν καλύτερα οι Τούρκοι, που φρουρούσαν τα στενά, δείχνοντάς τους ότι δεν τούς φοβάται. Τέλος, στάθμευσε στην Κέα, φέρνοντας μαζί του και 7 από τα εχθρικά πλοία, που είχε αιχμαλωτίσει. Το νησί αυτό επέλεξε ως ορμητήριό του και μια από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να το οχυρώσει. Τον ίδιο μήνα, μαζί με την μοίρα του Λορέντσι, κατέπλευσε στον Θερμαϊκό κόλπο. Οι Ρώσοι ήταν τώρα σε θέση να υπολογίζουν σοβαρά στις επιχειρήσεις τών δυο μοιρών, οι οποίες αποτελούσαν αξιόλογες ναυτικές μονάδες και προκαλούσαν σημαντική φθορά στο εμπόριο και στις εφοδιοπομπές τού εχθρού. Εξάλλου, η δράση τών πλοίων υπό ρωσική σημαία στις ελληνικές θάλασσες συντελούσε στην καλλιέργεια επαναστατικού πνεύματος στην περιοχή και δημιουργούσε στους Τούρκους σοβαρά προβλήματα ασφάλειας.
Η παρουσία τού Κατσώνη στο Αιγαίο είχε αναπτερώσει τις ελπίδες τών νησιωτών, που τον ενίσχυαν με άντρες και εφόδια. Τα πλοία του επανδρώθηκαν με Ψαριανούς, Υδραίους και Σπετσιώτες, που ήταν έμπειροι σε θαλάσσιες επιχειρήσεις. Η Πύλη, τής οποίας οι δυνάμεις ήταν απασχολημένες στον πόλεμο εναντίον τών Ρώσων, δεν μπορούσε να καταφέρει αποφασιστικό πλήγμα εναντίον του. Τα νησιά βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του και η τουρκική αρμάδα δεν τολμούσε να πλεύσει στο Ντριό της Πάρου, όπου κάθε χρόνο ήταν υποχρεωμένοι να συγκεντρώνονται οι πρόκριτοι τών νησιών για να καταβάλουν τους φόρους στον Καπουδάν πασά.

Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο Αιγαίο υποχρέωσε τον σουλτάνο να λάβει μέτρα για να αποτρέψει την γενίκευση τής εξέγερσης. Επειδή αδυνατούσε να περιορίσει την δράση τού Κατσώνη, που χαρακτηρίζονταν κυρίως από την τακτική του αιφνιδιασμού, ανάγκασε τον οικουμενικό πατριάρχη Νεόφυτο να απευθύνει επιστολές προς τούς χριστιανούς τού Αιγαίου, με τις οποίες καταδίκαζε τον τολμηρό καταδρομέα και γενικότερα τις επαναστατικές ενέργειες. Επιδίωξε, επίσης, να προσεταιριστεί τον «πειρατή και ταραχοποιό» και για τον σκοπό αυτό διέταξε τον δραγουμάνο (διερμηνέα) του στόλου Στέφανο Μαυρογένη να τού γράψει επιστολή, με την οποία τον καλούσε να παραιτηθεί από την υπηρεσία τής Ρωσίας για να εξασφαλίσει την αμνηστία, μεγάλο χρηματικό ποσό και την ηγεμονία ενός από τα νησιά τού Ικάριου πελάγους, όπου θα μπορούσαν να εγκατασταθούν και οι οπαδοί του.

Ο γενναίος Κατσώνης, αφού διάβασε την επιστολή, περιφρόνησε και τις υποσχέσεις και τις απειλές τού σουλτάνου και ούτε καν καταδέχτηκε να τού απαντήσει. Λίγες ημέρες αργότερα, περί τα τέλη Μαΐου, ένα τμήμα τού οθωμανικού στόλου έσπευσε προς καταδίωξή του. Ο Έλληνας θαλασσομάχος τον διέκρινε, τα μεσάνυχτα της 3ης Ιουνίου, κοντά στην Τήνο. Αποτελούνταν από 14 μεγάλα πλοία και έπλεε ανάμεσα στην Μύκονο και την Σύρο. Ο στόλος τών Ελλήνων επιτέθηκε εναντίον του και τον έτρεψε σε φυγή (4-6 Ιουνίου). Οι απώλειες τών εχθρών ήταν μεγάλες, ενώ και ο ίδιος ο ναύαρχός τους, ο Σερεμέτ μπέης, πληγώθηκε στο σαγόνι. Ο πλοίαρχος ενός γαλλικού πολεμικού, που παρακολουθούσε την ναυμαχία και είδε με τα μάτια του τον ηρωισμό τού Κατσώνη και τών ανδρών του, τον επαίνεσε δημόσια με τα εξής λόγια: «Είναι γνωστό σε όλους τούς Ευρωπαίους ότι οι απόγονοι τών Ελλήνων διασώζουν ακόμη και σήμερα την προγονική αρετή και ανδρεία. Μόνο η παιδεία τούς λείπει. Αν, όμως, Θεού θέλοντος, την αποκτήσουν και αυτή, τότε ποιος μπορεί να αμφιβάλλει ότι και οι απόγονοι θα γίνουν όπως ήταν και οι πρόγονοί τους».

Ύστερα από την νίκη του αυτή, ο Κατσώνης επέστρεψε και πάλι στην Κέα για να επιδιορθώσει τον στόλο του. Επειδή η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει, έκανε δεύτερο γάμο και παντρεύτηκε την Μαρία Σοφιανού, που καταγόταν από το νησί. Τον Ιούλιο, όμως, εσπευσμένα αναχώρησε για την Ύδρα και την έσωσε από την μανία του Λορέντσι, ο οποίος, αν και έπλεε υπό ρωσική σημαία, εφορμούσε στα κοντινά νησιά και αποσπούσε χρήματα ή προέβαινε σε λεηλασίες.
Ο Κατσώνης, όμως, δεν περιοριζόταν μόνο στην πολεμική του δράση. Δυο επιστολές του προς τον μητροπολίτη και τούς προεστώτες τής Άνδρου, στις 27 Ιουλίου 1789, αποκαλύπτουν ότι απαγόρευσε στους νησιώτες να καταβάλλουν τούς καθορισμένους από την Πύλη φόρους και τούς προέτρεπε να αγνοήσουν τις διαταγές τών Τούρκων αξιωματούχων.

Στις 3 Αυγούστου, συνάντησε 6 αλγερινά πλοία, κοντά στην νήσο Ελένη (Μακρόνησο), τα οποία καταδίωξε ως το Ναύπλιο και επέστρεψε στην βάση του. Στις 7 τού ίδιου μήνα, πληροφορήθηκε ότι ο οθωμανικός στόλος, που αποτελούνταν από 26 πλοία, κατέπλευσε στην Κέα. Κατά τον Σάθα, προκάλεσε τούς εχθρούς σε μάχη, οι οποίοι δεν δέχτηκαν, επειδή φοβήθηκαν. Ο Κατσώνης διέφυγε αρχικά στην Μήλο και μετά στα Κύθηρα. Ωστόσο, έστειλε 8 ταχύπλοα για να καταδιώξουν τον εχθρό. Η καταδρομική μοίρα δεν συνάντησε πουθενά τον οθωμανικό στόλο, αλλά περιπλέοντας στο Αιγαίο, πυρπόλησε 3 εχθρικά πλοία τών 20-24 πυροβόλων και αιχμαλώτισε ορισμένα εμπορικά. Κατόπιν ενώθηκε με τον Κατσώνη στην Ιθάκη. Ο Οθωμανός ναύαρχος, επωφελούμενος από την προσωρινή αποχώρηση τών Ελλήνων καταδρομέων από το Αιγαίο έγραψε στο διβάνι ότι αυτός τούς έδιωξε και ότι εξασφάλισε την ναυσιπλοΐα.

Ωστόσο, την οργή τών Τούρκων πλήρωσαν ακριβά οι κάτοικοι τής Κέας. Σύμφωνα με έκθεση τού προξένου τής Βενετίας, η τουρκική αρμάδα, μετά από την αναχώρηση τού Κατσώνη, «ευρεθέντων εγκαταλειμμένων τών καταστημάτων και αποθηκών τού ρηθέντος ματζόρ Λάμπρου, επυρπόλησε τα πάντα, ως και τα καταστήματα τών κατοίκων τής νήσου, που ήσαν εις την παραλίαν». Ο θρυλικός Κατσώνης, όμως, έσπερνε τον φόβο και τον πανικό στους Τούρκους, παρά τις καταστροφές που προκάλεσε ο Οθωμανικός στόλος στην Κέα.

Όπως γράφει ένας από τούς βιογράφους του, «ύστερα από λίγο φάνηκε το αντίθετο, γιατί σε όλη την παραθαλάσσια περιοχή τής τουρκικής επικράτειας δεν ακουγόταν παρά αφανισμός και θρήνος από επιδρομές τού στόλου τού Κατσώνη και κοινός φόβος είχε πέσει πάνω στους Τούρκους, ώστε δεν τολμούσαν ούτε σε μικρή απόσταση να πλέουν ελεύθερα και να πηγαίνουν από τόπο σε τόπο. Επίσης, κατά την στρατολογία εναντίον τών Ρώσων όλες οι παραθαλάσσιες πόλεις αρνούνταν να στέλνουν στρατεύματα στο μεγάλο στρατόπεδο, κρίνοντας ότι ήταν αναγκαίο να είναι αρκετά δυνατοί για να αποκρούουν επιδρομές τού Κατσώνη, που αλλιώς απειλούσε να κυριεύσει τις πόλεις τους. Έτσι, η τόλμη και η ανδρεία του προξενούσε όχι λίγη ζημιά στους εχθρούς και ωφελούσε άμεσα το ρωσικό κράτος».

Τον Σεπτέμβριο του 1789, ο Κατσώνης απέπλευσε από τα Κύθηρα με κατεύθυνση την Ζάκυνθο, όπου έφθασε στις 10 τού ίδιου μήνα, για να διαχειμάσει. Όπως και το προηγούμενο έτος, αναγκάσθηκε να αντικρούσει διάφορες κατηγορίες, που διατυπώθηκαν από Γάλλους και Βενετούς σε βάρος τών πληρωμάτων του, οι οποίες, ήταν και πάλι, σε μεγάλο βαθμό, αβάσιμες.

Οι επιχειρήσεις το 1790

Τον Φεβρουάριο τού 1790, με την έναρξη τής περιόδου τών θερινών επιχειρήσεων, ο Κατσώνης απέπλευσε από το Ιόνιο, με 9 πλοία, σύμφωνα με πηγή τής εποχής. Στην καταδρομή αυτή πήρε μαζί του και τον Ανδρέα Ανδρούτσο, τον οποίο ακολούθησαν 500 ή κατ’ άλλους 800 σύντροφοί του. Ο Παπαρρηγόπουλος παρατηρεί εύστοχα ότι ο Ανδρούτσος αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα «ορεισίβιων μαχητών …εις ναυμάχους μεταβληθέντων».
Ο Κατσώνης διέπλευσε το Αιγαίο προς αναζήτηση τού εχθρικού στόλου και έφθασε ως την Τένεδο. Τα άλλα πλοία τού στόλου του έπλεαν προς διάφορες κατευθύνσεις για λαφυραγώγηση, με εντολή να συγκεντρωθούν στην Κέα, τον Απρίλιο. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, φαίνεται ότι η συμπεριφορά τών ανδρών του, όπως και των παλληκαριών τού Ανδρούτσου, που λεηλατούσαν τα γειτονικά νησιά και τις επαρχίες, προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ τών χριστιανών κατοίκων, η οποία έγινε εντονότερη εξαιτίας και της «φορολογίας», που τούς επιβλήθηκε. Για τον λόγο αυτό, στην νέα επιχείρηση τού οθωμανικού στόλου συνέπραξαν και πολλοί νησιώτες. Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι οι επιχειρήσεις τού Κατσώνη στο Αιγαίο αναστάτωσαν την ζωή τών νησιωτών. Πολλοί από αυτούς συνέπρατταν μαζί του, ενώ άλλοι ήταν επιφυλακτικοί γιατί φοβούνταν τα αντίποινα τών Τούρκων.
Στις 15 Απριλίου, ο Κατσώνης έφθασε στην Κέα, την οποία οχύρωσε εκ νέου και επάνδρωσε την φρουρά της με άνδρες τού Ανδρούτσου. Με ορμητήριο και πάλι την Κέα πραγματοποίησε επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια με αξιόλογη επιτυχία.

Στο μεταξύ, ενώ βρισκόταν στην Κέα πληροφορήθηκε ότι δυο στόλοι, ο ένας από την Κωνσταντινούπολη και ο άλλος από την Αλγερία τον αναζητούσαν για να επιτεθούν εναντίον του. Στις 6 Μαΐου, στις 11 το μεσημέρι περίπου, η προφυλακή τού ανήγγειλε ότι εχθρική ναυτική μοίρα ήταν αγκυροβολημένη στον Άγιο Γεώργιο Σκύρου. Τότε, αφού άφησε ισχυρή φρουρά στην Κέα, κατευθύνθηκε αμέσως με τον στολίσκο του, που αποτελούνταν από 9 πλοία, για να συναντήσει τον εχθρικό στόλο, με σκοπό να τον αιφνιδιάσει. Ο άνεμος, όμως, δεν ευνοούσε τον πλου τού στόλου του, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει και να δεχθεί επίθεση 15-16 τουρκικών πλοίων υπό τον Μουσταφά πασά, στις 17 Μαΐου, στην θαλάσσια περιοχή τού Κάβο Ντόρο, κοντά στην Άνδρο. Η συμπλοκή ήταν σφοδρή και διήρκησε όλη την ημέρα, χωρίς να κριθεί η έκβασή της. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε έγγραφο τής εποχής, «ο Λάμπρος επολέμησε αληθώς με ανδρείαν καθ’ όλην εκείνην την ημέραν από το πρωί έως το βράδυ, χωρίς να υποστή καμίαν ζημίαν και ήλπιζεν εις κάποιαν νίκην».

Κατά την διάρκεια τής νύχτας, όμως, ο εχθρικός στόλος ενισχύθηκε με 12 αλγερινά πλοία και την επομένη, την 18η Μαΐου, ο στόλος τού Κατσώνη βρέθηκε μεταξύ δυο πυρών και μπροστά σε υπέρτερες δυνάμεις. Απέναντι στα 27 τουρκικά, ο Κατσώνης διέθετε μόνο 7 πλοία. Έπειτα από σκληρή ναυμαχία κατάφερε να ακινητοποιήσει τον τουρκικό στόλο, προκαλώντας του μεγάλες απώλειες με εύστοχες βολές πυροβόλου. Οι Τούρκοι βλέποντας την υπεροχή τού Κατσώνη στην ναυμαχία, αποφάσισαν να δώσουν μάχες εκ τού συστάδην πάνω στα πλοία. Πολεμικά τών Τούρκων προσέγγισαν τα πλοία τού Κατσώνη και οι συγκρούσεις γίνονταν σώμα με σώμα, πάνω στα καταστρώματα.

Η μάχη ήταν πραγματικά άνιση και οι απώλειες εκατέρωθεν πολύ μεγάλες. Μετά το τέλος τής ναυμαχίας, ο Κατσώνης είχε χάσει 5 πλοία και περίπου 500 άνδρες. Ο ίδιος μαχόταν με το σπαθί στο χέρι επί ώρες πολλές και αποχώρησε τραυματισμένος. Μεταξύ τών νεκρών ήταν και πολλοί κλέφτες, όπως μαρτυρεί το δημοτικό άσμα τής εποχής: «Σαν πιάστηκαν ‘ς τον πόλεμον απ’ την αυγ’ ως το βράδυ, πολλοί κλέφταις σκοτώνονται τού καπετάν Ανδρούτσου». Οι απώλειες τών Οθωμανών ήταν πολύ μεγάλες, καθώς 3.000 τουλάχιστον σκοτώθηκαν και πολλοί τραυματίστηκαν.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παπαρρηγόπουλος, «οπωσδήποτε…ο Λάμπρος ηττήθη, αλλά υπάρχουν ήτται αντάξιαι νικών». Όσοι επέζησαν από την ναυμαχία επιβιβάστηκαν στο πλοίο που διοικούσε ο Κωνσταντίνος Παταράκης, το οποίο δεν έλαβε μέρος στον αγώνα επειδή βρέθηκε σε αντίθετο άνεμο και έπλευσαν αρχικά προς την βορινή άκρη της Άνδρου και στην συνέχεια προς την Μήλο. Εκεί συνάντησαν μια γαλλική φρεγάτα, την οποία διοικούσε ο κόμης Τετίν, ο οποίος τους περιέθαλψε με μεγάλη φροντίδα. Μάλιστα στο ημερολόγιό του, ο κόμης εγκωμίαζε την γενναιότητά τους και θεωρούσε την ανδρεία τους εφάμιλλη των ένδοξων προγόνων τους.

Μετά από την καταστροφή στην Άνδρο, φαίνεται ότι ο Κατσώνης κατέφυγε στην Μήλο, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι ζήτησε καταφύγιο στην Κέα. Στις 22 Μαΐου βρισκόταν μεταξύ Μήλου και Κιμώλου, από όπου απέπλευσε την επομένη προς τα Κύθηρα, στα οποία κατευθύνθηκαν και τα υπολείμματα τών πληρωμάτων του, καθώς και πλοία τού στόλου του, που δεν είχαν λάβει μέρος στην ναυμαχία. Η ήττα του σε καμία περίπτωση δεν σήμανε το τέλος του Αγώνα. Σύντομα είχε στην διάθεσή του νέο στολίσκο, με τον οποίο άρχισε νέες επιδρομές στο Αιγαίο, αλλά τον Ιούνιο επέστρεψε στο Ιόνιο για επισκευές και προμήθειες. Τον ίδιο μήνα αναφέρεται ότι βρισκόταν στην Ιθάκη. Εκεί τον επισκέφθηκε ο Βενετός αρχιναύαρχος Έμος, ο οποίος τον παρηγόρησε για την καταστροφή που είχε συμβεί, λέγοντάς του: «μπορεί να χάσατε 5 πλοία, 600 ναύτες, 2 πλοιάρχους και 49 αξιωματικούς, αλλά η δική σας δόξα θα είναι αιώνια». Η Μεγάλη Αικατερίνη έμαθε για τα κατορθώματα του Κατσώνη και τον προβίβασε στο βαθμό του χιλίαρχου.

Στο τέλος τού έτους έλαβε πρόσκληση από τον Ποτέμκιν να πάει στην Τεργέστη. Στην Βιέννη συνάντησε τον Ταμάρα, τον οποίο ο Ποτέμκιν έστειλε ως διοικητή των ρωσικών δυνάμεων στην Μεσόγειο και μαζί προέβησαν στον εξοπλισμό στόλου, κατά τον χειμώνα του 1790, στην Τεργέστη και στην Βενετία.

Το τελειωτικό χτύπημα

Στις αρχές Ιουνίου τού 1791, οι Κατσώνης και Ταμάρα απέπλευσαν από την Τεργέστη για την Ιθάκη, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο στόλος τού Κατσώνη από το προηγούμενο έτος. Το καλοκαίρι τού 1791 είχε στην διάθεσή του ισχυρό στόλο (γίνεται μνεία για 24 πλοία), που τού επέτρεπε την εκπόνηση φιλόδοξων σχεδίων δράσης. Ο τολμηρός αξιωματικός στόχευε στην πλήρη καταστροφή τού τουρκικού στόλου και μετά, στην είσοδό του στον Ελλήσποντο. Οι εξελίξεις, όμως, που σημειώνονταν στα βασικά μέτωπα τού πολέμου δεν ευνοούσαν τούς σχεδιασμούς του. Στις 4 Αυγούστου 1790 (νέο ημερολόγιο) υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ τής Αυστρίας και τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δυο μήνες αργότερα, οι πιέσεις τών άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων προς την Ρωσία απέδωσαν και μεταξύ αυτής και τής Τουρκίας συμφωνήθηκε οχτάμηνη ανακωχή, που είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση τού συνόλου σχεδόν τών ρωσικών πλοίων από τις ελληνικές θάλασσες.
Τότε, κι ενώ ο Κατσώνης ήταν έτοιμος να αποπλεύσει με τον στόλο του, έφθασε έκτακτος απεσταλμένος από το ρωσικό στρατοπεδαρχείο τής Μολδαβίας, που τού μετέφερε την διαταγή τού πρίγκιπα Ρεπνίν, ότι έπρεπε να αναστείλει τις εχθροπραξίες, κατά το διάστημα αυτό, αλλά να είναι έτοιμος να επαναλάβει τις επιδρομές, όταν θα τού δινόταν ξανά η εντολή. Ο Κατσώνης ένοιωσε έντονη απογοήτευση, καθώς άλλη μια ευκαιρία για την απελευθέρωση τής πατρίδας είχε χαθεί. Μοίρασε τον στόλο του και έστειλε τον μισό στην Σικελία, ενώ τα άλλα πλοία έμειναν στην Ιθάκη για να ξεχειμωνιάσουν.
Ωστόσο, το τελειωτικό χτύπημα στα σχέδια τού Κατσώνη έδωσε η συνθήκη τού Ιασίου (9 Ιανουαρίου 1792), η οποία δεν προέβλεπε κάτι διαφορετικό για τις ελληνικές περιοχές από αυτήν τού Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Η αντίδρασή του, όταν πληροφορήθηκε την σύναψη τής ειρήνης ήταν οργισμένη, γιατί πίστευε ότι οι περιστάσεις ήταν ευνοϊκές για μια συντριπτική νίκη επί τών Τούρκων. Μάλιστα, όταν ο Ταμάρα τον κάλεσε να σταματήσει τις εχθροπραξίες και να φέρει τον στόλο του στην Τεργέστη και να τον αφοπλίσει, αρνήθηκε να υπακούσει και αποκρίθηκε περήφανα: «Εάν η Αυτοκράτειρα συνωμολόγησε την ειρήνην της, ο Κατσώνης δεν συνωμολόγησε ακόμη την ιδικήν του».

Ο Κατσώνης ήθελε πραγματικά να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον τών Τούρκων, αλλά η νέα κατάσταση που είχε δημιουργηθεί δεν ευνοούσε τούς σκοπούς του. Η Ρωσία τον είχε εγκαταλείψει και η παρουσία του στο Ιόνιο ήταν ανεπιθύμητη από την Βενετία. Δεν λύγισε, όμως και αποφάσισε να συνεχίσει τον Αγώνα, με την συνεργασία Μανιατών και κλεφτών τής Ρούμελης και τής Πελοποννήσου. Το καταφύγιο και ορμητήριό του έγινε στο εξής η Μάνη, με τούς κατοίκους τής οποίας είχε συνάψει στενές σχέσεις. Μαζί με τον παλαιό συναγωνιστή του Ανδρούτσο και πολλούς άλλους κλέφτες έπλευσε στο Πόρτο Κάγιο, που το επέλεξε ως βάση και ορμητήριο των νέων επιχειρήσεών του κατά τών Οθωμανών. Το οχύρωσε κατάλληλα και διασφάλισε την στενή είσοδο τού λιμανιού με πέντε κανονιοστοιχίες. Με αφετηρία, πλέον, το Πόρτο Κάγιο ανέπτυξε και πάλι νέα σοβαρή δράση εναντίον τουρκικών και αλγερινών πλοίων, ενώ αναφέρεται ότι συχνά δεν έκανε διάκριση μεταξύ πλοίων υπό τουρκική σημαία και πλοίων άλλων χωρών.

Χαρακτηριστική τών διαθέσεων τού Κατσώνη, την εποχή αυτή, είναι και η περίφημη «Φανέρωσις τού εξοχωτάτου Χιλιάρχου και Ιππέως Λάμπρου Κατσώνη», που εξέδωσε τον Μάιο τού 1792, στην οποία κάνει έναν απολογισμό τού αγώνα του στις θάλασσες εναντίον τών Τούρκων και εκφράζει την πικρία του για την απόφαση τής Ρωσίας να τον εγκαταλείψει: «…Τού κυρίου Κατσώνη όμως οι μεγάλοι σκοποί, ο ένθερμός του ζήλος τόσον δια την ωφέλειαν τής Ιμπερατορικής εκδουλεύσεως, καθώς και δια το καλόν τού γένους του, και εκείνο όπου είναι η ψυχή τού όλου, ο γλυκύς του χαρακτήρας και ο δεξιός τρόπος εις το να υποχρεώνη τας καρδίας, συντροφιασμένα από μια αξιαγάπητον φιλαλήθειαν, ηδυνήθησαν να ελκύσουν πολλούς ομογενείς του να τον ακολουθήσουν. Όθεν και κατέστησεν έναν στόλον από δεκαοκτώ πλοία με τα οποία ως αρχηγός κατά τας δοθείσας αυτώ προσταγάς ώρμησεν εις το Αιγαίον κατά τών Οθωμανών… Το να φέρη την ρωσικήν σημαίαν, το να ενεργή εν ονόματι τής Τρισαυγούστης κυρίας του ο Λάμπρος βεβαιοί, ότι δεν εφαντάσθη ποτέ μιαν αποστασίαν, αλλά την εξακολούθησιν τής εκδουλεύσεως οπού η ρωσική αυτοκρατορία δια προτρεπτικού γράμματος εζήτησε από τούς Ρωμαίους…».

Η ύστατη προσπάθεια

Οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν τις προθέσεις τού Κατσώνη και προέβησαν σε διαβήματα προς την Ρωσία, γιατί εξακολουθούσε να υπηρετεί ως αξιωματικός στον στόλο της. Όταν η ρωσική κυβέρνηση αποδοκίμασε τα σχέδιά του, η Υψηλή Πύλη διέταξε τον Καπουδάν πασά να πλεύσει εναντίον του. Την 1η Ιουνίου 1792, ο Οθωμανικός στόλος, ο οποίος αποτελούνταν από 30 πλοία, που μετέφεραν αρκετά στρατεύματα για απόβαση, αναχώρησε από τον ναύσταθμο τής Κωνσταντινούπολης προς καταδίωξη τού Κατσώνη. Όταν ο στόλος έφθασε στο ακρωτήριο Ταίναρο, ενώθηκε με 2 γαλλικές φρεγάτες, μεγάλης δύναμης πυρός.
Ο Καπουδάν πασάς, με δόλο προσπάθησε να συλλάβει τον Κατσώνη. Τον προσκάλεσε στην ναυαρχίδα του για «φιλική συνομιλία», χρησιμοποιώντας γράμματα τού Σπετσιώτη καπετάνιου Μήτρου Καρακατσάνη. Ο Καρακατσάνης ήταν κυβερνήτης σε ένα από τα πλοία τού Κατσώνη και αιχμαλωτίστηκε από τούς Τούρκους έξω από την Μονεμβασιά, ενώ πήγαινε στην πατρίδα του για να παραλάβει την οικογένειά του.

Ο Κατσώνης δεν επέτρεψε στην οθωμανική βάρκα να εισέλθει στο λιμάνι και παρήγγειλε στον Καπουδάν πασά ότι «αν θέλει να αναχωρήσω από εδώ, πρέπει προηγουμένως ο ίδιος να υποχωρήσει προς το Ναύπλιο και τότε εγώ θα φύγω για την Σικελία. Άλλον συμβιβασμό δεν δέχομαι, ούτε αφήνω τον στόλο να μπει στο λιμάνι». Στις 28 Ιουνίου, αν και υπάρχουν διαφωνίες ως προς την ημερομηνίας τής ναυμαχίας στο Πόρτο Κάγιο, ο Καπουδάν πασάς, αφού με τον δόλο δεν κατάφερε τίποτε, αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον του.

Οι ενωμένες τουρκογαλλικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να κάμψουν την οργανωμένη άμυνα τού Κατσώνη και να φθάσουν στα 11 πλοία του, που ήταν καλά κρυμμένα και προστατευμένα από τούς βράχους, στο λιμάνι τού Πόρτο Κάγιο. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις τους, επί τρεις ημέρες, προσέκρουσαν στα σφοδρά πυρά των κανονιών και στην αποφασιστική αντίσταση τών αμυνομένων. Την τρίτη, μάλιστα, ημέρα, ο Καπουδάν πασάν, θυμωμένος, διέταξε απόβαση τών δυνάμεών του. Ο Κατσώνης, αν και μπορούσε να τούς εμποδίσει να βγουν στην ξηρά, τούς άφησε να αποβιβαστούν για να τούς προκαλέσει μεγαλύτερες απώλειες. Πράγματι, τα παλληκάρια τού Ανδρούτσου, αφού πυροβόλησαν μια μόνον φορά, εφόρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια και κατάσφαξαν πάνω από 4.000, ενώ αιχμαλώτισαν και 12 βάρκες. Η μάχη διήρκησε τρεις ώρες και μόνον 100 από όσους αποβιβάστηκαν μπόρεσαν να σωθούν.

Επειδή ο Καπουδάν πασάς δεν μπορούσε να υποτάξει τον Κατσώνη, αξίωσε από τον ηγεμόνα τής Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη να τον χτυπήσει από την ξηρά και να τον συλλάβει ή να τον εξοντώσει. Ο Γρηγοράκης έκρινε ότι ήταν αδύνατον να μην συμμορφωθεί με τις εντολές τού πασά και γι’ αυτό συγκέντρωσε 7.000 Μανιάτες και κινήθηκε εναντίον τού Κατσώνη. Φρόντισε, όμως, προηγουμένως να τού στείλει με έναν ιερομόναχο την επιστολή τού Καπουδάν πασά και τον παρακάλεσε να εγκαταλείψει τον αγώνα, ώστε να τον απαλλάξει από την δύσκολη θέση.

Ο Κατσώνης υπάκουσε στην προτροπή τού ηγεμόνα και γύρω στις 1.00 τα ξημερώματα επιβιβάστηκε στην πιο γρήγορη κανονιοφόρο, μαζί με έναν αξιωματικό και 11 ναύτες. Αφού πέρασε με ασφάλεια ανάμεσα στον γαλλοτουρκικό στόλο, έπλευσε χωρίς κάποιο απρόοπτο στα Κύθηρα και από εκεί στην Ιθάκη. Οι δυνάμεις του, αξιωματικοί και ναύτες, διασκορπίστηκαν στην Λακωνία και σώθηκαν. Ο Ανδρούτσος με τούς άνδρες του, επί σαράντα ημέρες, διέσχισε την Λακεδαίμονα από την μια άκρη στην άλλη, καταδιωκόμενος από 6.000 Τούρκους και τελικά κατάφερε να περάσει στην Στερεά και από εκεί στην Ιθάκη. Κατά την περιπετειώδη αυτή καταδίωξή του, την οποία οι πρόξενοι τών ξένων χωρών στην Πελοπόννησο ονόμασαν «Ξενοφώντειον», ο Ανδρούτσος σκότωσε πάνω από 1.500 Τούρκους, ενώ έχασε 96 στρατιώτες και έναν αξιωματικό.

Ο Καπουδάν πασάς πλησίασε το λιμάνι τού Πόρτο Κάγιο, μόνο όταν ο Γρηγοράκης τον διαβεβαίωσε ότι τα πλοία τού Κατσώνη ήταν κενά. Αφού τα παρέλαβε απογυμνωμένα, τα οδήγησε εν μέσω πανηγυρισμών, στην Κωνσταντινούπολη, παρότι είχε χάσει στην μάχη 6.000 άνδρες. Για να επισφραγίσει την θριαμβευτική είσοδό του στην Πόλη κρέμασε από τα κατάρτια τών πλοίων του τον Καρακατσάνη και άλλους 4 αξιωματικούς. Ο Ρώσος πρεσβευτής διαμαρτυρήθηκε έντονα για το ανοσιούργημα αυτό και κατόρθωσε να σώσει την ζωή 96 ναυτών.

Στο μεταξύ, η παραμονή τού Κατσώνη και τών συντρόφων του ήταν ανεπιθύμητη από τούς Ενετούς, ύστερα μάλιστα από τις έντονες διαμαρτυρίες τής Πύλης. Οι Ενετικές αρχές συνέλαβαν όλους τούς συναγωνιστές τού Κατσώνη που ήταν διασκορπισμένοι στα Ιόνια νησιά και άλλους από αυτούς φυλάκισαν στα κάτεργα τής Δημοκρατίας, ενώ άλλους, μεταξύ τών οποίων και τον Ανδρούτσο, τούς παρέδωσαν σε ένα οθωμανικό πλοίο, που ήρθε για τον σκοπό αυτό από τα Κύθηρα. Ο Ανδρούτσος οδηγήθηκε αλυσοδεμένος στις φυλακές τού ναυστάθμου τής Κωνσταντινούπολης, όπου πέθανε, ύστερα από τα βασανιστήρια που υπέστη.

Ο Κατσώνης δεν συνελήφθηκε, γιατί μπόρεσε έγκαιρα να διαφύγει στην Ήπειρο. Όμως, οι Ενετοί απήγαγαν την σύζυγό του και τους δυο γιούς τους και τούς φυλάκισαν στην Κέρκυρα. Από την Πάργα όπου κρυβόταν, έγραψε επιστολή προς τον πρεσβευτή τής Ρωσίας στην Βενετία, με την οποία στιγμάτιζε την προδοτική στάση τής Ενετικής Δημοκρατίας. Ύστερα και από παρέμβαση τής Αικατερίνης, οι Ενετοί αποφυλάκισαν την οικογένεια τού Κατσώνη και όλους τούς συντρόφους του. Μόλις η Πύλη πληροφορήθηκε την απελευθέρωσή τους, απαίτησε από τούς Ενετούς την εκδίωξη όλων τών Ελλήνων, που είχαν καταφύγει στα Επτάνησα, από το 1770 και μετά. Τελικά, σε όλους τούς Έλληνες πρόσφυγες που διέμεναν στην Ζάκυνθο δόθηκε, κρυφά, πιστοποιητικό υπηκοότητας με την σφραγίδα τού Αγίου Μάρκου και χρονολογία προγενέστερη τού 1770 και με τον τρόπο αυτό παρέμειναν στο νησί και απέκτησαν όλα τα δικαιώματα τού Ενετού πολίτη.

Ο Κατσώνης με την οικογένειά του αναχώρησε για την Αγία Πετρούπολη, αλλά η Αικατερίνη δεν τον υποδέχτηκε, όπως ο ίδιος προσδοκούσε. Ο αυτοκράτορας Παύλος Α’ που την διαδέχτηκε στον θρόνο μετά από τον θάνατό της, το 1796, εκτίμησε τούς αγώνες τού θρυλικού θαλασσομάχου και τού δώρισε 470.000 ρούβλια, από τα οποία μεγάλο μέρος μοίρασε στους συναγωνιστές του. Κατόπιν, ο Κατσώνης ζήτησε την απαλλαγή του από την στρατιωτική υπηρεσία και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Καράσουι τής Κριμαίας. Μετά από 3 χρόνια, κατά τον Σάθα, επανήλθε στην Αγία Πετρούπολη, όπου αρρώστησε και πέθανε το 1804, σε ηλικία μόλις 52 χρόνων.

Επίλογος

Κατά την περίοδο 1788-1792, ο Λάμπρος Κατσώνης έφερε σε πέρας την αποστολή που τού είχαν αναθέσει οι Ρώσοι. Οι Τούρκοι, για να τον αντιμετωπίσουν, αναγκάστηκαν να διασπάσουν τον στόλο τους και να διατηρήσουν στο Αιγαίο ισχυρή ναυτική μοίρα, η οποία σε διαφορετική περίπτωση θα αποστέλλονταν στον Εύξεινο Πόντο, που ήταν και το κύριο θέατρο τών ναυτικών επιχειρήσεων. Ακόμη, το δέος και ο τρόμος που προκαλούσαν οι δυνάμεις του στους Οθωμανούς, υποχρέωσαν την Πύλη να ματαιώσει αποστολές στρατευμάτων της από τα μικρασιατικά παράλια στην Θράκη και από εκεί προς το ρωσικό μέτωπο.
Ταυτόχρονα, οι υπηρεσίες που πρόσφερε στο Ελληνικό έθνος ήταν ανεκτίμητες. Αν και τα σχέδια του για την απελευθέρωση τού Γένους ή έστω για την δημιουργία ενός μικρού νησιωτικού κράτους απέτυχαν εξαιτίας τών δυσμενών πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη, ωστόσο οι επιτυχίες του αναπτέρωσαν το ηθικό τών Ελλήνων και ενέπνευσαν την επόμενη γενιά, που αποτίναξε τον τουρκικό ζυγό. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος αναφέρει, μεταξύ των άλλων, ως στοιχείο ενθαρρυντικό για την ίδρυση τής Φιλικής Εταιρείας «τας νίκας τών θαλασσίων μας επί Λάμπρου Κατσώνη».

Η ηρωική του στάση προκάλεσε θαυμασμό στην ρομαντική Ευρώπη και συνέβαλε στην δημιουργία των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη τών μελλοντικών κινήσεων συμπαράστασης στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα. Ο Γάλλος πρόξενος στην Σμύρνη Ζασόντ έγραψε το 1809: «Αν ποτέ οι Έλληνες περιληφθούν μεταξύ τών ανεξάρτητων κρατών, ούτοι οφείλουν να εγείρουν αγάλματα εις τον Λάμπρον, όστις υπήρξεν ο παλινορθωτής τής ελευθερίας, διδάξας εις αυτούς δια τού παραδείγματός του ότι ελαφρά τινά πλοία εξερχόμενα εκ τινός σκοπέλου τού Αρχιπελάγους ήτο δυνατόν να αντισταθούν εις τας δυνάμεις μιας τών πλέον αχανών Αυτοκρατοριών…».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Κωνσταντίνος Σάθας, Η ιστορία της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, τ.4ος, Λιβάνη.
2. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Βιβλίον 14, ΔΟΛ.
3. Ηλία Γεωργίου, Ο θαλασσομάχος Λάμπρος Κατσώνης, Αθήναι 1969.
4. Ιστορία των Ελλήνων, τ.8, Δομή.
5 . Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΑ, Τα Νέα.
6. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ.1ος, Τα Νέα.
7. Ελλάδα, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, τ.4.