Η Βραζιλία έχει επίσημα τον οδυνηρό τίτλο της “δολοφονικότερης χώρας” στον κόσμο. Το 2017 (τελευταία διαθέσιμα στατιστικά) καταγράφηκαν 64.000 ανθρωποκτονίες, εκ των οποίων το 70% έγινε με πυροβόλα όπλα. Στο Σάο Πάολο μια μεγαλούπολη 12 εκατομμυρίων, πάνω από το 25% των κατοίκων έχουν απειληθεί από οπλοφόρους κακοποιούς σε κάποια στιγμή της ζωής τους (σύμφωνα με επίσημη έρευνα του κολλεγίου Insper). Για μια χώρα που σχεδόν δεν αναγνωρίζει την νόμιμη αυτοάμυνα και απαγορεύει την οπλοκατοχή στους πολίτες, αυτό φαντάζει με την πρώτη ματιά ως οξύμωρο. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι οι νόμοι και οι κανόνες δεσμεύουν μόνο τους νομοταγείς, ενώ οι εγκληματίες δρουν ανενόχλητοι και ευημερούν, όταν οι υπόλοιποι είναι ανήμποροι να αντισταθούν.
Υπό της ηγεσία του νέου της προέδρου Χαΐρ Μπολσονάρο, η χώρα ξεκινά ένα κοινωνικό “πείραμα”, για να ανακτήσει η κοινωνία την ελευθερία της από την απειλή του εγκλήματος και της ανομίας. Το πρώτο βήμα είναι η χαλάρωση της δρακόντειας νομοθεσίας για την οπλοκατοχή. Ο πρόεδρος, πλέον, Μπολσονάρο κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα υιοθέτησε μια χειρονομία σχηματίζοντας τη φιγούρα ενός πιστολιού με τα δάχτυλα του. Ο πρώην λοχαγός του Στρατού έχει υποσχεθεί μια δραματική αναστροφή της από προ δεκαπενταετίας ισχύουσας νομοθεσίας που καθιστά την νόμιμη οπλοφορία στη Βραζιλία ουσιαστικά αδύνατη για τον μέσο πολίτη, με εξαίρεση φυσικά τους “ολίγους και ισχυρούς”.
Το επιχείρημα του Προέδρου είναι απλό: “όλα τα αποβράσματα έχουν ήδη όπλα, μόνο οι νομοταγείς δεν έχουν!”, δήλωσε σε ραδιοφωνική συνέντευξη. Με προεδρικό διάταγμα κηρύσσει ότι όλοι οι Βραζιλιάνοι που δεν έχουν ποινικό μητρώο θα μπορούν στο εξής να διαθέτουν όπλα. Οι υποστηρικτές του μέτρου σημειώνουν ότι η ύπαρξη οπλισμένων νομοταγών “θα αναγκάσει τους εγκληματίες να σκεφτούν διπλά πριν την επόμενη φορά που θα προσπαθήσουν να εισβάλουν σε ένα σπίτι ή να εκτελέσουν την επόμενη αρπαγή αυτοκινήτου στη μέση του δρόμου”. Τα στοιχεία από άλλες κοινωνίες μάλλον είναι υπέρ του σχεδίου Μπολσονάρο. Μέρη όπως οι Φιλιππίνες, το Ισραήλ, ή οι νοτιοδυτικές περιοχές των ΗΠΑ, δείχνουν ότι η ύπαρξη ενός νομοταγούς “σώματος οπλοκατόχων” λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι στο έγκλημα, αφού τα ίδια τα δυνητικά θύματα βρίσκονται επιτόπου κατά την τέλεση του, αποτρέποντας το “εν τη τελέσει’”. Επιπλέον, οι άοπλοι συμπολίτες τους απολαμβάνουν την ευεργετική επίδραση της “τζάμπα προστασίας”, από την παρουσίας τους. Από την στιγμή που οι εγκληματίες δε γνωρίζουν ποιοι μέσα στον πληθυσμό είναι οπλισμένοι, αυτοπεριορίζουν την δράση τους για να μην βρεθούν ενώπιον “δυσάρεστων”… αντιδράσεων.
Στην άλλη πλευρά του πλανήτη, οι ευρωπαϊκές χώρες ακολουθούν εντελώς διαφορετική διαδρομή. Ενώ διεθνώς η νόμιμη οπλοκατοχή αυξήθηκε (κατά 32%) στα 853.300.000 όπλα σε χέρια πολιτών, η αναλογική αύξηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν μόνο 10% στα τελευταία πέντε χρόνια. Σύμφωνα με βελγικό ινστιτούτο κοινωνικών μελετών, οι αδειοδοτήσεις όπλων στην Ε.Ε. είναι αυστηρές, τα είδη και οι ποσότητες όπλων ελέγχονται και οι χρήσεις περιορίζονται. Για παράδειγμα, σε Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και Βέλγιο (πάλι με τις γνωστές εξαιρέσεις για τους “ολίγους”) η οπλοκατοχή περιορίζεται μόνο για χρήση στο σκοπευτήριο και το κυνήγι και υπό ασφυκτικές προϋποθέσεις, οι οποίες εξαιρούν την αυτοάμυνα. Οι πολιτικές αυτές, σημειώνει η μελέτη, μάλλον υποβοηθούν παρά περιορίζουν την παράνομη διακίνηση και κατοχή όπλων. Υπολογίζεται ότι εντός Ε.Ε υπάρχουν 34,2 εκατομμύρια νόμιμα και 45 εκατομμύρια παράνομα πυροβόλα όπλα, γεγονός που δείχνει το μέγεθος του προβλήματος. Οι αρχές επισημαίνουν ότι η Ευρώπη είναι πενταπλάσια σε μέγεθος αγορά παρανόμων όπλων μέσω του “σκοτεινού διαδικτύου” σε σχέση με άλλες περιοχές (όπως οι ΗΠΑ) όπου το νομικό πλαίσιο οπλοκατοχής είναι ηπιότερο.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο για παράδειγμα, τα εθνικά στατιστικά δείχνουν ότι από το 2015 υπάρχει διαρκής αύξηση της παράνομης οπλοκατοχής και των παραβάσεων με όπλα (ένοπλες ληστείες, ανθρωποκτονίες, τραυματισμοί). Ενδεικτικά, το 2018 το Λονδίνο, για πρώτη φορά στην ιστορία ξεπέρασε αναλογικά την Νέα Υόρκη στις ανθρωποκτονίες. Αυτό την στιγμή που η χώρα διαθέτει το σκληρότερο νομικό πλαίσιο κατά της νόμιμης οπλοκατοχής και τα χαμηλότερα ποσοστά πυροβόλων όπλων ανά κάτοικο στην Ευρώπη! Σύμφωνα με τον κο. Νιλς Ντουκέτ, του Φλαμανδικού Ινστιτούτου Ειρήνης, αυτό οφείλεται στο ότι οι εγκληματίες χρησιμοποιούν παράνομα όπλα και ούτως οι άλλως δεν επηρεάζονται από τον νόμο, ενώ τα νόμιμα όπλα εμπλέκονται στην πλειοψηφία μόνο σε ατυχήματα ή αυτοκτονίες. Ο ίδιος σημειώνει ότι μετά το 2015, όταν ένας δεκαοκτάχρονος στο Βέλγιο δολοφόνησε 15 ανθρώπους με ένα παράνομο πυροβόλο όπλο, η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν η αυστηροποίηση των όρων κατοχής και κατάσχεση (κάποιων κατηγοριών) νόμιμων όπλων.
Έκτοτε ο αριθμός σκοπευτικών αδειών στο Βέλγιο διπλασιάστηκε. Αυτό δείχνει ότι από την μία πλευρά το “αφηρημένο και απρόσωπο” Κράτος μάχεται την θέληση των πολιτών του να αυτοπροστατευτούν, και εκείνοι παίζουν ένα παιχνίδι «γάτας και ποντικιού», για να εξασφαλίσουν στο ελάχιστο τα μέσα που θα τους επιτρέψουν να το πετύχουν. Ακόμη και αν ακροβατούν στα όρια της νομιμότητας! Βεβαίως, επισημαίνεται, τίποτα από αυτά δεν επηρεάζει αρνητικά την δράση των εγκληματιών ή της μαύρης αγοράς. Το τελικό συμπέρασμα είναι πώς η ασφυκτική νομοθεσία οδηγεί στην γιγάντωση της παρανομίας, όπως σε κάθε άλλο απαγορευμένο αγαθό.
Παρόμοιο “ολισθηρό μονοπάτι” ακολουθεί και ο Καναδάς, μια χώρα με βαθιά ριζωμένη την κουλτούρα οπλοκατοχής από την ίδρυση του, και ταυτόχρονα ένα από τα παγκοσμίως χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στον κόσμο. Ο πρωθυπουργός της χώρας κος. Τρουντώ διέταξε πρόσφατα τον υπουργό Τάξης της χώρας να επεξεργαστεί ένα νομικό πλαίσιο για την απαγόρευση κατοχής “κάθε όπλου χειρός (handgun) ή ημιαυτομάτου όπλου από Καναδούς πολίτες, πλην αυτών που το κατέχουν για χρήση υπό την ιδιότητα κρατικής εξουσίας για την τήρηση της τάξης και την εθνική άμυνα”. Αφορμή – και το εννοούμε κυριολεκτικά – υπήρξε η επίθεση στην “ελληνική συνοικία” Ντάνφορντ του Τορόντο τον Ιούλιο του 2018, κατά την οποία τραυματίστηκαν 14 πολίτες.
Και τονίζουμε τη λέξη «αφορμή», διότι η έρευνα της αστυνομίας έδειξε ότι ο δράστης (ο 29χρονος Χουσεϊν Φαϊζάλ) ήταν Ισλαμιστής εξτρεμιστής, που το 2014 είχε προσπαθήσει να καταταγεί στον ISIS. Είχε συλληφθεί στην Τουρκία και απελαθεί στον Καναδά, όπου και παρακολουθούνταν από τις Αρχές. Συνέχιζε την εξτρεμιστική του δράση και καταφερόμενος κατά των Χριστιανών του Καναδά στο πλαίσιο του Τζιχάντ, αυτός ήταν και ο λόγος που στόχευσε την Ελληνορθόδοξη ελληνική παροικία. Είχε συλληφθεί για κλοπές και απαγορευόταν να κατέχει νόμιμα όπλα. Για την επίτευξη των σκοπών του προμηθεύτηκε (μέσω κυκλώματος ναρκεμπόρων που σχετίζονταν με τον αδελφό του) παράνομο οπλισμό και εκτέλεσε την τρομοκρατική επίθεση. Είναι προφανές ότι καμία νομοθετική πρωτοβουλία δεν θα ματαίωνε τους σκοπούς και την δράση του. Παρόλα αυτά, η “πολύχρωμη” κυβέρνηση Τρουντώ βρήκε την ευκαιρία να περιστείλει τα δημοκρατικά δικαιώματα των θυμάτων του τρομοκράτη (!) Και ο νοών νοείτω…
Στον αντίποδα, οι κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας αγωνίζονται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την ματαίωση εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας που έγινε πλέον γνωστή ως: “EU Gun Ban” (Απαγόρευση Όπλων της Ε.Ε.), την οποία η Κομισιόν προωθεί τα τελευταία τρία χρόνια με θέρμη. Σύμφωνα με την ένσταση που κατέθεσαν οι παραπάνω χώρες, οι απαγορεύσεις, περιορισμοί και η γραφειοκρατία που προσπαθεί να επιβάλλει η Κομισιόν στους Ευρωπαίους πολίτες είναι “αντισυνταγματικές, ρατσιστικές αφού διακρίνουν μια κατηγορία πολιτών με κριτήριο την οπλοκατοχή, αστήρικτες από οποιαδήποτε γεγονότα στατιστικά ή επιστημονική βάση, προϊόν ιδεοληψιών και όχι λογικής σκέψης, ανεφάρμοστες από τις υπηρεσίες σε πρακτικό επίπεδο και επιβαρυντικές για μια συγκεκριμένη κατηγορία νομοταγών πολιτών”. Η δε Ουγγαρία και Τσεχία έφτασαν να δηλώνουν ότι σε περίπτωση που τέτοιοι περιορισμοί περάσουν με τη μορφή οδηγίας, θα προβούν σε συνταγματική ρύθμιση, η οποία θα διαφυλάσσει τα δικαιώματα των πολιτών τους στην οπλοκατοχή και την ένοπλη αυτοάμυνα. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά Τσέχος εκπρόσωπος, “δεν σκοπεύουμε να αφοπλίσουμε τους πολίτες μας ενόψει της τρομοκρατίας και του εγκλήματος”. Οι εξελίξεις σε αυτό το μέτωπο αναμένονται στο τέλος του καλοκαιριού του 2019. Σε παρόμοιο μήκος κύματος και η Ιταλία, στην οποία η κυβέρνηση Σαλβίνι για πρώτη φορά σε 70 χρόνια “χαλάρωσε” τους φασιστικής έμπνευσης περιορισμούς στην οπλοκατοχή των πολιτών (που είχε επιβάλλει η δικτατορία του Μουσολίνι), με σκοπό την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας.
Ζούμε σε ταραγμένους και ενδιαφέροντες καιρούς. Όσο αυξάνεται η φτώχεια, η ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, η εγκληματικότητα, οι ανισότητες και η διαφθορά, τόσο η κοινωνία θα κατακερματίζεται και θα πολεμά τον εαυτό της. Τα πυροβόλα όπλα είναι ένα ακόμη άψυχο μέσο. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν (και χρησιμοποιούνται κατά κόρον) από τους άνομους και τους εγκληματίες κατά των αθώων. Μπορούν όμως να γίνουν και το ύστατο μέσo του νομοταγούς πολίτη, που δεν ζήτησε να βρεθεί σε αυτή την αναταραχή. Αναγκάζεται, όμως, να διαλέξει ανάμεσα στο να γίνει θύμα ή να προστατεύσει την ζωή των αγαπημένων του και την γαλήνη του από τα «αρπακτικά». Στην περίπτωση αυτή, η ύπαρξη ενός νόμιμου μέσου άμυνας είναι κυριολεκτικά η διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου (ή εξευτελισμού, βιασμού, βασανισμού ή ό,τι άλλο θέλετε…). Η στέρηση του από τους νομοταγείς προστατεύει μόνο τους εγκληματίες.
Τάσος Σύρμας